Sunday, July 30, 2017

ΟΤΙ ΑΠΕΜΕΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟ NORATLAS 4 ΚΑΙ Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ


Δύο χρόνια από την εκταφή του αεροσκάφους Νοράτλας και των λειψάνων, έμειναν αντικείμενα και τρεις σοροί χωρίς ταυτοποίηση!

Λίγα προσωπικά αντικείμενα των Ελλήνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην πτώση. Οι δύο μεγάλοι τροχοί σχεδόν άθικτοι και το σύστημα προσγείωσης σε κακή κατάσταση είναι ό,τι έχει απομείνει από το Νοράτλας, το αεροσκάφος της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας που κατ έπεσε από φίλια πυρά τα ξημερώματα της 22ας Ιουλίου 1974 στον λόφο της Μακεδονίτισσας, παρασύροντας στον θάνατό τους 31 από τους 32 επιβαίνοντες.





Αξιοσημείωτα όμως είναι και τα προσωπικά αντικείμενα των 31, αντρών που σκοτώθηκαν προτού καν πατήσουν το πόδι τους στην Κύπρο, τα οποία βρέθηκαν ανάμεσα στα συντρίμμια και τις σορούς. Τέσσερις δεκαετίες μετά από το χώμα ξεθάφτηκαν σταυροί, στρατιωτικός εξοπλισμός (κράνος, όπλο, παγούρι), λουρί ρολογιού, μπαταρίες, καλώδια ακόμη και ένα χαρτονόμισμα των 1.000 δραχμών.







Τα υλικά ευρήματα για μια περίοδο φυλάσσονταν σε χώρο δίπλα στον Τύμβο, για να μπορούν να τα βλέπουν οι επισκέπτες. Στη συνέχεια, τα Υπουργεία Άμυνας Κύπρου και Ελλάδας ήρθαν σε συμφωνία να φυλαχθούν σε άλλον χώρο τα πιο μεγάλα κομμάτια του αεροσκάφους. Έτσι, η Ελλάδα έχει ζητήσει να της δοθεί ένα κομμάτι για να εκτίθεται μόνιμα στο Πολεμικό Μουσείο της Αεροπορίας στην Αθήνα, ενώ ο Έλληνας υπουργός Άμυνας έχει ζητήσει να δημιουργηθεί και ένα μικρό μουσείο ειδικά για το Νοράτλας στην ΕΛΔΥΚ ή σε κάποιον άλλον χώρο αναφοράς στην Κύπρο. Αντίστοιχα, κάποιον χώρο για φύλαξη των συντριμμιών του Νοράτλας αναμένεται να δημιουργήσει και η Εθνική Φρουρά.










Άγνωστοι ακόμα τρεις σοροί 

Σε ό,τι αφορά στην ανθρωπιστική πτυχή, ο στόχος έχει σχεδόν επιτευχθεί, αφού εντοπίστηκαν και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNA τα λείψανα 15 επιβαινόντων του Νοράτλας, τα οποία ήταν θαμμένα κάτω από τον Τύμβο μαζί με το αεροσκάφος για 43 χρόνια (άλλα λείψανα είχαν ταφεί από τις πρώτες μέρες στη Λακατάμια). Ήδη, τα λείψανα των 15 καταδρομέων έχουν μεταφερθεί και ταφεί στις γενέτειρές τους.

Μέχρι σήμερα έχουν ταυτοποιηθεί τα λείψανα ή μέρος των λειψάνων 28 καταδρομέων και μελών του πληρώματος. Έχουν παραλάβει οι οικογένειες 25 από τα 28 λείψανα που ταυτοποιήθηκαν. Υπολείπεται ο εντοπισμός και η ταυτοποίηση των λειψάνων των υπολοίπων τριών μελών του Νοράτλας «Νίκη 4». Πρόκειται για τους Χριστόδουλο Δοϊτσίδη, Δημήτρη Σορώκο και Στέργιο Συμεωνίδη. Η εκτίμηση για αυτές τις τρεις περιπτώσεις είναι ότι τα λείψανά τους δόθηκαν σε άλλες οικογένειες στην Ελλάδα ή ότι συγκαταλέγονται στα λείψανα που τύγχαναν για χρόνια χημικού ψεκασμού, ενώ φυλάσσονταν στο οστεοφυλάκιο του Τύμβου της Μακεδονίτισσας, με αποτέλεσμα να έχει καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό το DNA τους και να είναι εξαιρετικά δύσκολο σήμερα να ταυτοποιηθούν.

Τα οστά των μη ταυτοποιηθέντων των 15 καταδρομέων του μεταγωγικού αεροσκάφους Noratlas, σύμφωνα με την επιθυμία των οικείων τους. Τα οστά τοποθετήθηκαν σε τρία οστεοφυλάκια, σκεπασμένα με την ελληνική και την κυπριακή σημαία και ενταφιάστηκαν σε δύο ορύγματα, στη κορυφή του ταφικού μνημείου



ΜΑΛΕΜΕ : ΤΟ ΕΤΗΣΙΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΙΣ ΚΑΙ ΑΕΡΟΠΟΡΟΥΣ ΤΟΥ 1974


Ρεπορτάζ - Φωτογραφίες: Γιώργος Λαμπράκης


43 χρόνια μετά τη θυσία των Καταδρομέων και των Αεροπόρων στη μαρτυρική Κύπρο, οι συγγενείς τους, οι βετεράνοι της A' Μοίρας Καταδρομών και της Γ' Μοίρας Αμφίβιων Καταδρομών που πολέμησαν τον Αττίλα το 1974, στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, τα στελέχη που υπηρετούν σήμερα στην 1η Μοίρα Αλεξιπτωτιστών, απόστρατοι Καταδρομείς, πολιτικοί παράγοντες και τοπικοί φορείς τίμησαν τη μνήμη των πεσόντων στο καθιερωμένο ετήσιο μνημόσυνο που πραγματοποιήθηκε στο στρατόπεδο της 1ης ΜΑΛ στο Μάλεμε Χανίων.





Στο ετήσιο μνημόσυνο, παρόντες ήταν μεταξύ άλλων ο Διοικητής της 1ης Μεραρχίας Πεζικού Υποστράτηγος Γεώργιος Βύνιος, καθώς επίσης και Διοικητές Μονάδων και Σχηματισμών των Ενόπλων Δυνάμεων που εδρεύουν στην Κρήτη.





Ο Διοικητής της 1ης Μοίρας Αλεξιπτωτιστών Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Πέτρος Σταμενίτης, κατά την διάρκεια της ομιλία του, αναφέρθηκε στην Επιχείρηση ΝΙΚΗ και την συμμετοχή των Καταδρομέων στις επιχειρήσεις της Κύπρου.



Η τελετή περιελάμβανε προσκλητήριο πεσόντων, κατάθεση στεφάνων στο μνημείο και την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου, τον οποίο έψαλλαν και οι Καταδρομείς σκορπώντας ρίγη συγκίνησης στους παρευρισκόμενους!






ΠΗΓΗ: http://defenceline.gr

Saturday, July 29, 2017

43 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ :Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


Επετειακές εκδηλώσεις συνήθως, είναι φορτισμένες με το στοιχείο της υπερβολής. Επειδή ακούμε και λέμε συχνά τις λέξεις “γιορτή” και “γιορτάζουμε”, θα θελα να μείνω λίγο σ’ αυτές και να ψάξουμε μαζί να βρούμε κάτι, για παράδειγμα τα τελευταία 50 χρόνια, για το οποίο να δικαιούμαστε να γιορτάζουμε,  θα βρούμε; μόνο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.

Δεν μπορώ να γιορτάζω, παρά μόνο να πενθώ 43 χρόνια μετά, για τον ηρωικό θάνατο του διοικητή μου συντοπίτη μας Εμμανουήλ Χατζηδάκη (του οποίου το μνημόσυνο τελέσαμε στο Καλάμι όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες), του Ανθυπολοχαγού Σωτήρη Χατζηπροκοπίου και του ανθυπασπιστή Ευάγγελου Κατσάνου που έπεσαν ηρωικά δίπλα μας μαζί και τόσων άλλων ηρώων που έπεσαν στην Κύπρο.
Τιμούμε λοιπόν τους ήρωες, τους μάρτυρες, τους πεσόντες. Δεν θρηνούμε για τον εκ πρώτης όψεως άδικο χαμό τους. Γονατίζουμε μπροστά στη θυσία τους και ανανεώνουμε το φρόνημά μας και τη διάθεση, για νέους αγώνες τιμής – δικαίωσης και ελευθερίας των κατεχομένων εδαφών της Κύπρου.



Σήμερα θα έχουμε σαν χρόνο αναφοράς το 1974, 43 χρόνια μετά. Επειδή όμως τίποτε στη ζωή των ανθρώπων, αλλά και στην ιστορία των εθνών δεν είναι αυθύπαρκτο και άσχετο με άλλα γεγονότα και καταστάσεις, θα ήθελα να επιχειρήσω μία σύνθεση, με κομβικό σημείο την 20η Ιουλίου του 1974, άλλοτε μεν σαν κατάληξη, άλλοτε δε σαν αφετηρία για να δείτε ότι άξιζε να πάμε και να βοηθήσουμε τους αδερφούς μας Κυπρίους
Πηγαίνοντας 3000 χρόνια πίσω, βρίσκουμε τις καταβολές των Κυπρίων στους αρχαίους Αρκάδες, εποίκους την εποχή του Τρωικού πολέμου. Η κοινή μοίρα του Ελληνισμού είτε βρίσκεται στη μητροπολιτική Ελλάδα, είτε στην Κύπρο, πιστοποιείται και την εποχή των Περσικών πολέμων, και στη συνδρομή των Κυπρίων στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου
.
Θα κάνω μια αναφορά στον Κίμωνα, γιο του μαραθωνομάχου Μιλτιάδου, ο οποίος είχε μια λαμπρή πορεία και το 449 π.Χ., επικεφαλής 200 τριήρων, ξεκίνησε να απελευθερώσει από τους Πέρσες την Κύπρο.
Απέδειξε τότε και με τα μέσα εκείνα ότι, η Κύπρος δεν είναι μακριά (σε αντίθεση με το 1974 που λέχθηκε ότι η Κύπρος είναι μακριά) και κατεναυμάχησε τους Πέρσες, ανοιχτά της Σαλαμίνας της Κύπρου. Γι’ αυτό και στη σημερινή Λάρνακα περίλαμπρη ανάμνηση και αναγνώριση αποτελεί η ύπαρξη της ακτής Κίμωνος.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Ιούλιο του 1974, τον ηρωικό κυβερνήτη του “Λέσβος” Λευτέρη Χανδρινό, που αυτοβούλως και με κίνδυνο να υποστεί κυρώσεις, απεβίβασε τους άνδρες της ΕΛΔΥΚ που επέστρεφαν στην Ελλάδα, εξουδετέρωσε την οχύρωση των Τούρκων στην Πάφο με τα πυροβόλα του και με επιδέξιους χειρισμούς, επροκάλεσε σύγχυση στους Τούρκους με αποτέλεσμα να βομβαρδίσουν οι ίδιοι τρία (3) αντιτορπιλικά τους εκ των οποίων το ένα (1) βυθίστηκε
.
Η αναμέτρηση με την Τουρκία το καλοκαίρι του 1974 ήταν εντελώς άνιση και έτσι με την ανοχή, αν όχι με την υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας, που ήταν εγγυήτρια δύναμις της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπερίσχυσε το δίκαιο του ισχυρού και η Τουρκία κατέλαβε το 38% του Κυπριακού εδάφους, εξετόπισε το μισό πληθυσμό περίπου, πρόσφυγες στον τόπο τους, γέμισε την Κύπρο με νεκρούς και άφησε εκατοντάδες οικογένειες στην Κύπρο και την Ελλάδα με την αγωνία της αναζήτησης του αγνοουμένου….

Αλλά στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974, δεν ενικήθη ο Έλληνας (Κύπριος και Ελλαδίτης) στρατιώτης, υστέρησε η ηγεσία και εχρέωσε την ήττα αλλού.
Είναι πλέον καιρός να μάθουν οι απανταχού Έλληνες ότι, δικαιούνται να είναι υπερήφανοι για τους γονείς, τα αδέλφια, τα παιδιά τους, που πολέμησαν – πολεμήσαμε στην Κύπρο. Γιατί πραγματικά πολέμησαν – πολεμήσαμε σαν ημίθεοι, σε ένα άνισο, απελπισμένο, αλλά συνάμα επικό αγώνα.

Η επέλαση της ηρωικής ΕΛ.ΔΥ.Κ. (Ελληνικής Δύναμις Κύπρου) στον ακάλυπτο κάμπο της Μεσσαορίας, χωρίς καμία κάλυψη και υπό τα πυρά επίγειων αλλά και αεροπορικών δυνάμεων, πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία. Υπάρχουν μαρτυρίες επιζησάντων του 1974 που αποδεικνύουν τον ηρωισμό τους.
Οι ήρωες της ΕΛ.ΔΥ.Κ. απέδειξαν περίτρανα ότι ο Κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης είχε δίκιο όταν έγραψε: «Κι η Ελλάδα, τελευταίος θάμνος στον γκρεμό να τον  αρπάζει η Λευτεριά και να κρατιέται».

Αξίζει τον κόπο να σας πληροφορήσω ότι χρειάστηκαν πολλά διαβήματα και παραστάσεις για να πειστούν οι πολιτικοί ταγοί να αναγράψουν επιτέλους και το όνομα ΚΥΠΡΟΣ, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτου.
Αξίζει επίσης να σας πληροφορήσω ότι οι ήρωες νεκροί και τραυματίες συμπολεμιστές μας του 1974, ανεφέροντο στο Υπουργείο Άμυνας της χώρας μας, ως νεκροί του 1940, τη στιγμή που αρκετοί από αυτούς δεν είχαν γεννηθεί το 1940
.
Δεν μπορώ να μην μνημονεύσω τους ηρωικούς Καταδρομείς που ανεχώρησαν από την περιοχή μας από το Μάλεμε και δυστυχώς από ένα μεγάλο λάθος συννενόησης τα δικά μας αντιαεροπορικά (ΜΠΟΦΩΡ και ΤΕΤΡΑΚΑΝΑ) στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας κατέρριψαν το αεροπλάνο, με αποτέλεσμα τον θάνατο 29 ηρωικών Καταδρομέων.
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στους δεκάδες συμπολεμιστές που κατέβηκαν στην Κύπρο, όπως και εγώ, με κυπριακά ονόματα για την Εθνική Φρουρά της Κύπρου και υπηρετήσαμε την πατρίδα χάνοντας αρκετούς συμπολεμιστές μας.

Δεν μπορώ να ξεχάσω τα ραδιόφωνα που μας εμψύχωναν λέγοντάς μας ψέμματα ότι:
«Αι ημέτεραι δυνάμεις εισήλθαν εις την Κωνσταντινούπολη». Δεν μπορώ να ξεχάσω και τις ακούω συχνά τα βράδια τις φωνές των συμπολεμιστών «θα νικήσουμε, ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η Ένωση, μην φοβάστε, έχουμε δίκιο, επροδώσαν μας». Οι τελευταίες φωνές των μαχητών δεν θάφτηκαν μαζί τους σε γνωστούς αλλά και άγνωστους τάφους. Τις πήρε ο άνεμος και τις έκανε κελάηδημα πουλιών και θρόισμα δέντρων, έγιναν κύματα που χτυπούν μανιασμένα τα βράχια και χαϊδεύουν τις ακτές, τις πήρε ο ήλιος και τις έκανε φως που ζωγράφισε τα βουνά, ομορφαίνει τα δειλινά αλλά κυρίως θρέφει την ελπίδα της ανατολής.

Πριν λίγες μέρες θάψαμε τον Στρατοπεδάρχη της ΕΛ.ΔΥ.Κ. του 1974. Αν κάποιος διαβάσει το βιβλίο του, αυθορμήτως τρεις έννοιες προβάλουν συμπληρώνοντας την ανάγνωση: σεμνότης ανυπόκριτη, του αυθεντικού μαχητού της πρώτης γραμμής Θαυμασμός για τον ηρωισμό των στρατιωτών του που έβαλαν τα σώματά τους ανάχωμα για να σταματήσουν τον βάρβαρο Τούρκο εισβολέα και ντροπή για την ατιμώρητη προδοσία εκείνων των ημερών αλλά και συνειδητό καταχώνιασμα των καλών και αγαθών και την ανάδειξη των υπόπτων και ενόχων για την καταστροφή.

Πολλοί λίγοι γνωρίζουν ότι ο ηρωικός κυβερνήτης του “Λέσβος” που αναφέραμε προηγούμενα Λευτέρης Χανδρινός που έγινε η αιτία αλληλοκαταστροφής τούρκικων αεροπλάνων και πλοίων και να είναι σήμερα η Πάφος ελεύθερη, αντί τιμών ήρωα, εστάλη στρατιωτικός ακόλουθος στην Τουρκία στο στόμα του λύκου. Αποτέλεσμα; Δολοφονήθηκε σε δήθεν τροχαίο ενώ εξέρχετο της Τουρκίας με το όχημά του, μέρα μεσημέρι.
Στην περίπτωση των πεσόντων και αγνοουμένων συμπολεμιστών μας του 1974 στην Κύπρο, η Ελλαδική πολιτεία επέδειξε πρωτοφανή αμέλεια, πλήρη αδιαφορία και αγνωμοσύνη που αγγίζει τα όρια της προσβολής μνήμης τεθνεότων.

Αντίθετα, αποτελεί τιμή για τη σημερινή Κυπριακή κυβέρνηση η οποία αποφάσισε και επαναπάτρισε με ιδιαίτερες τιμές τα ιερά λείψανα των άτυχων Λοκατζήδων, τραγικών θυμάτων του καταρριφθέντος από φίλια πυρά αεροπλάνου που έφερνε την πολυπόθητη βοήθεια της μητέρας πατρίδας στην Κύπρο.

Η μνήμη και η τιμή στους ήρωές μας όπως λέει ο Περικλής στον επιτάφιό του πρέπει να πάρουν σάρκα και οστά. Λέει ο Περικλής «να ακολουθούμε το παράδειγμα αυτών που θυσιάστηκαν για την πατρίδα και εάν δεν μπορούμε, το λιγότερο που πρέπει να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε τις οικογένειές τους». Αξίζει λοιπόν ιδιαίτερης μνείας η έλευση του Κύπριου προέδρου προ ημερών στην Αθήνα  όπου ο ίδιος προσωπικά παρέδωσε τιμητικά διπλώματα στους συγγενείς των αγνοουμένων και πεσόντων παιδιών της Ελλάδας, 43 χρόνια μετά. Εκεί λειτούργησε ως ο εκπρόσωπος της πολιτείας που εξεπλήρωνε την οφειλή της Πατρίδας. Αυτά έπραξε η Κυπριακή κυβέρνηση.

Παράκληση των συμπολεμιστών μου είναι, να αναφερθώ στη συμπεριφορά των Τούρκων πολιτικών, από το 1974 μέχρι σήμερα, σε σχέση με τους Έλληνες πολιτικούς της ίδιας εποχής και να σας αναφέρω ότι, ενώ εμείς που πολεμήσαμε στην Κύπρο καλύπτουμε όλα τα έξοδα για να συμμετέχουμε στα μνημόσυνα των νεκρών συμπολεμιστών μας και ενώ δεν εχουμε καμία ηθική, νοσηλευτική και οικονομική βοήθεια από το ελληνικό κράτος, αντίθετα η τουρκική πολιτεία τους Τούρκους που πολέμησαν το 1974 στην Κύπρο, τους παρέχει πολλά προνόμια όπως αναφέρει απόστρατος Τούρκος αξιωματικός σε συνέντευξή του.

Θέλω λοιπόν να ξέρετε ότι στην Τουρκία οι βετεράνοι του πολέμου της Κύπρου τυγχάνουν μεγάλου σεβασμού (και σε αντίθεση με τους Έλληνες συναδέλφους τους) έχουν εισπράξει έμπρακτα την ευγνωμοσύνη της πατρίδας τους.
Το τουρκικό κράτος δίνει σε όλους που πολέμησαν στην Κύπρο, αξιωματικούς και στρατιώτες, 1) μηνιαίο εισόδημα 550 λιρών που ισοδυναμούν με 300 ευρώ, 2) εκτός από το ποσό αυτό, όλοι οι απόστρατοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί λαμβάνουν φυσικά και τη σύνταξή τους, 3) επίσης όλοι οι βετεράνοι του πολέμου έχουν 40% έκπτωση στους λογαριασμούς του ρεύματος, 4) και 50% στους λογαριασμούς του νερού, 5) έχουν επίσης δωρεάν μετακίνηση με τα μέσα μεταφοράς, 6) δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, 7) και μείωση στον φόρο.

Και ανέφερα αυτά διότι είναι δεκάδες οι συμπολεμιστές μας που υποφέρουν με τρομερά προβλήματα υγείας και τρομερά οικονομικά προβλήματα. Δυστυχώς η πολιτεία είναι απούσα. Μερικοί απ’ αυτούς είναι και συμπολίτες μας.
Για εμάς όλους που πολεμήσαμε στην Κύπρο το 1974 είτε ως ΕΛΔΥΚάριοι είτε ως καταδρομείς, είτε ως πολεμιστές με κυπριακά ονόματα (Εθνοφρουρήτες), θεωρώ ότι είναι υποχρέωσή μας όσο ζούμε να θυμόμαστε και να τιμούμε τους αθάνατους ήρωες συμπολεμιστές μας και να ενημερώνουμε τον ελληνικό λαό για τον ηρωικό θάνατό τους κατά την διάρκεια ενός άνισου πολέμου με τον βάρβαρο Τούρκο εισβολέα.

Οι νεκροί μας είναι σίγουρο πως θα αναπαυθούν όταν η πατρίδα μας πατήσει στα πόδια της όρθια και υπερήφανη δίνει την απάντησή της σε κάθε αφορμή “οι ήρωες δεν πεθαίνουν, πέφτουν, η δε γη πίνουσα το αίμα των τους αναγεννά” λέει ο ποιητή. Ηρωες συμπολεμιστές, εσείς και μόνο εσείς κρατήσατε την τιμή και την αξιοπρέπεια της πατρίδας μας, δίνοντας ακόμα και τη ζωή σας.
Εμείς οι συμπολεμιστές σας, δηλώνουμε ότι θα αγωνιζόμαστε πάντα για την πλήρη δικαίωσή σας. Για να κάνουμε τις επόμενες γενιές να μοιάσουν σε εσάς,
Γι αυτό, θα τους πούμε την πραγματική ιστορία και όχι την παραχαραγμένη όπως κάποιοι επιχειρούν.

Γιατί η ιστορία που γράφεται με το αίμα των αθώων, δεν πρέπει να διαβάζεται με το μελάνι των ενόχων.
Ηρωες συμπολεμιστές, αιωνία η μνήμη σας. Αθάνατοι! Ζήτω το ελληνικό έθνος, ζήτω η μαρτυρική Κύπρος, ζήτω η Ελλάδα μας!
*Πρόεδρος Παγκρητίου Συνδέσμου Πολεμιστών Κύπρου 1974

Σημ.: ομίλια που εκφωνήθηκε στις 23 Ιουλίου στην επετειακή τελετή στη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Χανίων για τα 43 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

ΠΗΓΗ: http://www.haniotika-nea.gr

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ 20 ΕΩΣ 30 ΙΟΥΛΙΟΥ




Το χρονικό της εισβολής 


γράφει η Μυρτώ Ζουμίδου


Σάββατο 20 Ιουλίου 1974


Η Τουρκία εκμεταλλεύεται το στρατιωτικό εγχείρημα το στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου για να επιτεθεί ύπουλα και άνανδρα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 5 το πρωί κάνει ρίψεις αλεξιπτωτιστών στον θύλακα Λευκωσίας-Αγύρτας, ενώ λίγο αργότερα επιχειρεί να αποβιβάσει δυνάμεις στο Πέντε Μίλι στην Κερύνεια.

Το ΡΙΚ κάνει έκκληση σε όλους να αντισταθούν στον εισβολέα. Την ίδια στιγμή ο Bayrak «συμβουλεύει» τους Έλληνες της Κύπρου να «ακούσουν τη φωνή της λογικής» και «να αντισταθούν στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις» που επέδραμαν κατά της Κύπρου για να αποκαταστήσουν την ελευθερία και τη δημοκρατία.

«…αι ελληνικαί κυπριακαί δυνάμεις αντιμετωπίζουν μετά γενναιότητος και πρωτοφανούς ενθουσιασμού την απρόκλητον επίθεσιν του τουρκικού σωβινισμού…»

Στις 8 το πρωί το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν αναφέρει ότι τα τουρκικά επιδρομικά αεροσκάφη «εβομβάρδισαν το στρατόπεδον της ΕΛΔΥΚ και έρριψαν εντός του τουρκοκυπριακού θύλακος Λευκωσίας-Αγύρτας μικράν δύναμιν αλεξιπτωτιστών». Στο ίδιο ανακοινωθέν τονίζεται ότι «αι ελληνικαί κυπριακαί δυνάμεις αντιμετωπίζουν μετά γενναιότητος και πρωτοφανούς ενθουσιασμού την απρόκλητον επίθεσιν του τουρκικού σωβινισμού»
Ήδη οι στέγες πολλών σπιτιών στην Λευκωσία φλέγονται ενώ σε αναφέρει ότι «αι ημέτεραι δυνάμεις προσφέυγουν συνεχώς και περισσότερον τον Άγιον Ιλαρίωνα» ενώ το επόμενο ανακοινωθέν αναφέρει ότι «αι κυπριακές ένοπλες δυνάμεις έτρεψαν σε φυγήν εχθρικάς δυνάμεις…».




Λίγο αργότερα γίνεται η παράδοση της τουρκοκυπριακής φρουράς Πάφου, ενώ στις 10 το πρωί ανακοινώθηκε και η παράδοση της τουρκοκυπριακής φρουράς Λεμεσού.

Ενώ μαίνονται οι μάχες σε ολόκληρη την Κύπρο, σε διεθνές επίπεδο πραγματοποιούνται επαφές για την κατάπαυση του πυρός. Το Συμβούλιο Ασφαλείας συνέρχεται εκτάκτως και εγκρίνει ειδικό ψήφισμα για την Κύπρο το οποίο επισημαίνει 3 σημεία:

• Άμεση κατάπαυση του πυρός σ’ ολόκληρη τη χώρα
• Αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και νομιμότητας
• Αποχώρηση όλων των καθ’ υπέρβαση των προβλεπόμενων υπό των συμφωνιών Ζυρύχης/Λονδίνου ξένων στρατευμάτων.

– Συνέντευξη με τον Ιστορικό Πέτρο Παπαπολυβίου για την τουρκική εισβολή και το σήμερα: Τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμαλώτου, τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια, δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς


Δευτέρα 22 Ιουλίου 1974


Το BBC μεταδίδει ότι μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας επετεύχθη συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός ύστερα από παρέμβαση του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Κισιγκερ. Η κατάπαυση του πυρός θα τεθεί σε εφαρμογή από τις 4 το απόγευμα ώρα Κύπρου.

Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν της ημέρας στις 6.15 το πρωί αναφέρει ότι «αι ημέτεραι δυνάμεις κυριαρχούν σε όλα τα μέτωπα των επιχειρήσεων» Στις 10 το πρωί το ΡΙΚ μεταδίδει ότι ο εχθρός καίει τα δάση μας και καλεί όλους να βοηθήσουν να σωθεί ο φυσικός πλούτος του τόπου μας.

Στις 10.15 το πρωί ο Bayrak αναγγέλει την συμφωνία Ελλάδας-Τουρκίας για την κατάπαυση του πυρός και παράλληλα μεταδίδει τις δηλώσεις του τούρκου πρωθυπουργού Ετζεβίτ: «Οι στρατηγικοί μας στόχοι επετεύχθησαν. Ως ειρηνική χώρα που είμεθα αποδεχθήκαμε την έκκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Μέχρι τώρα επετύχαμε σημαντικές νίκες. Κανείς πλέον δεν μπορεί να κλονίσει πλέον τα δίκαια των τουρκοκυπρίων. Ιδιαίτερα μετά τις δυνατότητες που κατοχυρώθηκαν στην βόρειο παράκτια γραμμή της Κύπρου…»

Στις 11.00 το πρωί το BBC αναφέρει ότι στο «αεροδρόμιο της Λευκωσίας προσγειώθηκαν χθες το βράδυ προσγειώθηκαν τη νύχτα ελληνικά μεταγωγικά αεροπλάνα που έφεραν όπλα και ενισχύσεις σε έμψυχο υλικό.

Στις 4 το απόγευμα το ΡΙΚ μεταδίδει ότι το αρχηγείο της Εθνικής Φρουράς διέταξε να τεθεί σε εφαρμογή το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας καλώντας τις κυπριακές ένοπλες δυνάμεις να παύσουν το πυρ και να ανασταλούν οι πολεμικές επιχειρήσεις σε όλα τα μέτωπα. Στις 5 το απόγευμα παρά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός συνεχίζει τις αεροπορικές επιχειρήσεις κατά του αεροδρομίου και διαφόρων χωριών προξενώντας μεγάλες καταστροφές.

Τρίτη 23 Ιουλίου 1974


Έκτακτο πολεμικό ανακοινωθέν επιχειρεί να δώσει την στρατιωτική κατάσταση όπως διαμοφώνεται μετά τη συμφωνία της κατάπαυσης του πυρός. Στο βόρειο τμήμα της Κύπρου οι δυνάμεις μας απέκρουσαν με ηρωισμό τα αλλεπάλληλα κύματα αποβάσεως μέχρι και της 13ης ώρας, χθές» Ο εχθρός αφού ενίσχυσε το προγεφύρωμα του θύλακα Λευκωσίας- Αγύρτας με το προγεφύρωμα της Κερύνειας.

Αναλαμβάνει καθήκοντα ο Γλαύκος Κληρίδης.

Στις 3.30 το απόγευμα, το ΡΙΚ ανακοινώνει την παραίτηση του Νίκου Σαμψών και την ανάληψη των καθηκόντων του από τον πρόεδρο της βουλής Γλ. Κληρίδη. Σε μήνυμα του ο Ν. Σαμψών λέει ότι «ανέλαβεν την προεδρίαν της Δημοκρατίας όχι από φιλοδοξίαν αλλά με σκοπον να αποτρέψει τον εμφύλιον πόλεμον και να συνενώσει ψυχικώς τον λαόν». Στη συνέχεια αναφέρει ότι το «όλον ζήτημα εισέρχεται εις την σφαίραν των διαπραγματεύσεων και ότι «κατόπιν αυτού η πείρα του κ. Κληρίδη ως διαπραγματευτού επιβάλλει την δικήν του παρουσίαν εις την προεδρίαν». Το ίδιο βράδυ ο προεδρεύων της δημοκρατίας απευθύνει διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό.


Η πολιτική κυβέρνηση στην Ελλάδα


Στο μεταξύ ο ραδιοσταθμός των Αθηνών αναγγέλλει τη σύγκληση ευρείας σύσκεψη υπό την προεδρία του προέδρου της δημοκρατίας στρατηγού Γκιζίκη. Για πρώτη φορά μετά από 7 χρόνια παρίστανται εκπροσώποι του πολιτικού κόσμου. Παρόντες στη σύσκεψη ήταν και οι πρώην πρωθυπουργοί και ηγέτες του στρατού. Παράλληλα στους δρόμους της Αθήνας ξεσπούν διαδηλώσεις.


Τετάρτη 24 Ιουλίου 1974


Ο προεδρεύον της Δημοκρατίας κ. Γλαύκος Κληρίδης δίνει την πρώτη δημσιογραφική διάσκεψη και τονίζει ότι ο πρωταρχικός στόχος της κυβέρνησης του είναι η διασφάλιση της τήρησης της συμφωνίας για κατάπαυση του πυρός και την σύγκλιση ενότητας του λαού . Στην Αθήνα επιστρέφει ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής και σχηματίζει μετά από επτά χρόνια την πρώτη πολιτική κυβέρνηση με ΥΠΕΞ τον κ. Γ. Μαύρος και ΥΠΑΜ ο κ. Αβέρωφ.


Πέμπτη 25 Ιουλίου 1974


Οι τουρκικές δυνάμεις της εισβολής συνεχίζουν την προέλαση τους παρά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός . Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι τούρκοι εισβολείς κινήθηκαν προς την κατάληψη του αεροδρομίου Λευκωσίας παρ’ όλο που είναι υπό τον έλεγχο της ΟΥΝΦΙΣΥΠ. Η επιχείρηση για την κατάληψη του αεροδρομίου της Λευκωσίας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί υπήρξε σαφής προειδοποίηση της ΟΥΝΦΙΣΥΠ ότι θα αντισταθεί σε οποιαδήποτε τουρκική επίθεση κατά του αεροδρομίου.

Κύματα προσφύγων συρρέουν στη Λευκωσία και στις άλλες πόλεις από την περιοχή της Κερύνειας . Το ίδιο βράδυ αρχίζει στη διάσκεψη στην Γενεύη από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Η πρώτη συνεδρία αναλώνεται σε διαδικαστικά ζητήματα.

– Κύπρος 1974, όσα δεν έζησε η γενιά μου


Παρασκευή 26 Ιουλίου


Ο προεδρεύων της Δημοκρατίας κ. Γλ. Κληρίδης σε νέα δημοσιογραφική διάσκεψη καταγγέλλει την κατ’ εξακολούθηση παραβίαση τη συμφωνίας για την κατάπαυση του πυρός από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής. Προτρέπει να δημιουργηθεί από την ΟΥΝΦΙΣΥΠ να δημιουργηθεί ουδέτερη ζώνη μεταξύ των προχωρημένων θέσεων μας και των τουρκικών δυνάμεων δεν βρίσκει ανταπόκριση.

Στην Γενεύη κατά την πρωινή συνεδρία των τριών υπουργών ο κ. Μαύρος προειδοποιεί ότι η ελληνική αντιπροσωπία θα αποχωρήσει από τη διάσκεψη εάν δεν σταματήσει η τουρκική προέλαση γιατί πιστεύει ότι η διάσκεψη θα εξελιχθεί στα όρια του εμπαιγμού.

Στην Νέα Υόρκη το Συμβούλιο Ασφαλείας αναβάλλει τη συζήτηση για το κυπριακό εν αναμονή των αποτελεσμάτων της Γενεύης.

Ο αριθμός των προσφύγων υπολογίζεται σε δέκα χιλιάδες. Οι κάτοικοι Λευκωσίας εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα προς ασφαλέστερες περιοχές.

Σάββατο 27 Ιουλίου 1974


Το ΕΙΡ, το ΡΙΚ και το γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων δίνουν λεπτομέρειες για τις εξελίξεις της Γενεύης.

Διάσκεψη της Γενεύης- Οι πρώτες συναντήσεις Μακαρίου-Κίσινγκερ

28-30 Ιουλίου 1974


Στις 29 Ιουλίου 1974, μεσούσης της πρώτης διάσκεψης της Γενεύης, ο Μακάριος συναντήθηκε με τον Κίσινγκερ και του παρέδωσε ένα μνημόνιο με πέντε όρους, προκειμένου να υπάρξει πολιτική λύση στο Κυπριακό, με την παράκληση να το διαβιβάσει στην κυβέρνηση της Τουρκίας. Η συνάντηση Μακαρίου – Κίσινγκερ έγινε στις 29 Ιουλίου, στις 5 το απόγευμα, στο State Department. Η τακτική που ακολούθησε ο Κίσινγκερ ήταν να μην αναμειχθεί, τουλάχιστον δημόσια, στο Κυπριακό, αφήνοντας τις πρωτοβουλίες στους Βρετανούς. Ο Κίσινγκερ απέστειλε το σημείωμα στον πρέσβη του στην Αγκυρα, με την οδηγία να το παραδώσει σε χαμηλό επίπεδο και να εξηγήσει πως απλώς το κάνει διότι το είχε υποσχεθεί. Οι προτάσεις του Μακαρίου παρέπεμπαν σε άμεση επιστροφή στις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, τις οποίες προσπαθούσε μέχρι το ’74 να ακυρώσει, ως ανεφάρμοστες.

Αντίγραφο των προτάσεων του Μακαρίου απέστειλε ο Κίσινγκερ στην Αθήνα, καθώς και στη Λευκωσία, με οδηγία προς τον Αμερικανό πρέσβη Ρότζιερ Ντέιβις να καταγράψει τυχόν σχόλια του Κληρίδη. Ο Ντέιβις παρέδωσε το έγγραφο στον Κληρίδη.

γράφει η Μυρτώ Ζουμίδου

Σάββατο 20 Ιουλίου 1974



Η Τουρκία εκμεταλλεύεται το στρατιωτικό εγχείρημα το στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου για να επιτεθεί ύπουλα και άνανδρα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 5 το πρωί κάνει ρίψεις αλεξιπτωτιστών στον θύλακα Λευκωσίας-Αγύρτας, ενώ λίγο αργότερα επιχειρεί να αποβιβάσει δυνάμεις στο Πέντε Μίλι στην Κερύνεια.

Το ΡΙΚ κάνει έκκληση σε όλους να αντισταθούν στον εισβολέα. Την ίδια στιγμή ο Bayrak «συμβουλεύει» τους Έλληνες της Κύπρου να «ακούσουν τη φωνή της λογικής» και «να αντισταθούν στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις» που επέδραμαν κατά της Κύπρου για να αποκαταστήσουν την ελευθερία και τη δημοκρατία.

«…αι ελληνικαί κυπριακαί δυνάμεις αντιμετωπίζουν μετά γενναιότητος και πρωτοφανούς ενθουσιασμού την απρόκλητον επίθεσιν του τουρκικού σωβινισμού…»

Στις 8 το πρωί το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν αναφέρει ότι τα τουρκικά  αεροσκάφη «βομβάρδισαν το στρατόπεδον της ΕΛΔΥΚ και έρριψαν εντός του τουρκοκυπριακού θύλακος Λευκωσίας-Αγύρτας μικράν δύναμιν αλεξιπτωτιστών». Στο ίδιο ανακοινωθέν τονίζεται ότι «αι ελληνικαί κυπριακαί δυνάμεις αντιμετωπίζουν μετά γενναιότητος και πρωτοφανούς ενθουσιασμού την απρόκλητον επίθεσιν του τουρκικού σωβινισμού»
Ήδη οι στέγες πολλών σπιτιών στην Λευκωσία φλέγονται ενώ σε αναφέρει ότι «αι ημέτεραι δυνάμεις προσφέυγουν συνεχώς και περισσότερον τον Άγιον Ιλαρίωνα» ενώ το επόμενο ανακοινωθέν αναφέρει ότι «αι κυπριακές ένοπλες δυνάμεις έτρεψαν σε φυγήν εχθρικάς δυνάμεις…».

Λίγο αργότερα γίνεται η παράδοση της τουρκοκυπριακής φρουράς Πάφου, ενώ στις 10 το πρωί ανακοινώθηκε και η παράδοση της τουρκοκυπριακής φρουράς Λεμεσού.

Ενώ μαίνονται οι μάχες σε ολόκληρη την Κύπρο, σε διεθνές επίπεδο πραγματοποιούνται επαφές για την κατάπαυση του πυρός. Το Συμβούλιο Ασφαλείας συνέρχεται εκτάκτως και εγκρίνει ειδικό ψήφισμα για την Κύπρο το οποίο επισημαίνει 3 σημεία:

• Άμεση κατάπαυση του πυρός σ’ ολόκληρη τη χώρα
• Αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και νομιμότητας
• Αποχώρηση όλων των καθ’ υπέρβαση των προβλεπόμενων υπό των συμφωνιών Ζυρύχης/Λονδίνου ξένων στρατευμάτων.

– Συνέντευξη με τον Ιστορικό Πέτρο Παπαπολυβίου για την τουρκική εισβολή και το σήμερα: Τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμαλώτου, τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια, δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς

Δευτέρα 22 Ιουλίου 1974



Το BBC μεταδίδει ότι μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας επετεύχθη συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός ύστερα από παρέμβαση του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Κισιγκερ. Η κατάπαυση του πυρός θα τεθεί σε εφαρμογή από τις 4 το απόγευμα ώρα Κύπρου.

Το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν της ημέρας στις 6.15 το πρωί αναφέρει ότι «αι ημέτεραι δυνάμεις κυριαρχούν σε όλα τα μέτωπα των επιχειρήσεων» Στις 10 το πρωί το ΡΙΚ μεταδίδει ότι ο εχθρός καίει τα δάση μας και καλεί όλους να βοηθήσουν να σωθεί ο φυσικός πλούτος του τόπου μας.

Στις 10.15 το πρωί ο Bayrak αναγγέλει την συμφωνία Ελλάδας-Τουρκίας για την κατάπαυση του πυρός και παράλληλα μεταδίδει τις δηλώσεις του τούρκου πρωθυπουργού Ετζεβίτ: «Οι στρατηγικοί μας στόχοι επετεύχθησαν. Ως ειρηνική χώρα που είμεθα αποδεχθήκαμε την έκκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Μέχρι τώρα επετύχαμε σημαντικές νίκες. Κανείς πλέον δεν μπορεί να κλονίσει πλέον τα δίκαια των τουρκοκυπρίων. Ιδιαίτερα μετά τις δυνατότητες που κατοχυρώθηκαν στην βόρειο παράκτια γραμμή της Κύπρου…»

Στις 11.00 το πρωί το BBC αναφέρει ότι στο «αεροδρόμιο της Λευκωσίας προσγειώθηκαν χθες το βράδυ προσγειώθηκαν τη νύχτα ελληνικά μεταγωγικά αεροπλάνα που έφεραν όπλα και ενισχύσεις σε έμψυχο υλικό.

Στις 4 το απόγευμα το ΡΙΚ μεταδίδει ότι το αρχηγείο της Εθνικής Φρουράς διέταξε να τεθεί σε εφαρμογή το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας καλώντας τις κυπριακές ένοπλες δυνάμεις να παύσουν το πυρ και να ανασταλούν οι πολεμικές επιχειρήσεις σε όλα τα μέτωπα. Στις 5 το απόγευμα παρά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός συνεχίζει τις αεροπορικές επιχειρήσεις κατά του αεροδρομίου και διαφόρων χωριών προξενώντας μεγάλες καταστροφές.


Τρίτη 23 Ιουλίου 1974


Έκτακτο πολεμικό ανακοινωθέν επιχειρεί να δώσει την στρατιωτική κατάσταση όπως διαμοφώνεται μετά τη συμφωνία της κατάπαυσης του πυρός. Στο βόρειο τμήμα της Κύπρου οι δυνάμεις μας απέκρουσαν με ηρωισμό τα αλλεπάλληλα κύματα αποβάσεως μέχρι και της 13ης ώρας, χθές» Ο εχθρός αφού ενίσχυσε το προγεφύρωμα του θύλακα Λευκωσίας- Αγύρτας με το προγεφύρωμα της Κερύνειας.


Αναλαμβάνει καθήκοντα ο Γλαύκος Κληρίδης.


Στις 3.30 το απόγευμα, το ΡΙΚ ανακοινώνει την παραίτηση του Νίκου Σαμψών και την ανάληψη των καθηκόντων του από τον πρόεδρο της βουλής Γλ. Κληρίδη. Σε μήνυμα του ο Ν. Σαμψών λέει ότι «ανέλαβεν την προεδρίαν της Δημοκρατίας όχι από φιλοδοξίαν αλλά με σκοπον να αποτρέψει τον εμφύλιον πόλεμον και να συνενώσει ψυχικώς τον λαόν». Στη συνέχεια αναφέρει ότι το «όλον ζήτημα εισέρχεται εις την σφαίραν των διαπραγματεύσεων και ότι «κατόπιν αυτού η πείρα του κ. Κληρίδη ως διαπραγματευτού επιβάλλει την δικήν του παρουσίαν εις την προεδρίαν». Το ίδιο βράδυ ο προεδρεύων της δημοκρατίας απευθύνει διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό.

Η πολιτική κυβέρνηση στην Ελλάδα


Στο μεταξύ ο ραδιοσταθμός των Αθηνών αναγγέλλει τη σύγκληση ευρείας σύσκεψη υπό την προεδρία του προέδρου της δημοκρατίας στρατηγού Γκιζίκη. Για πρώτη φορά μετά από 7 χρόνια παρίστανται εκπροσώποι του πολιτικού κόσμου. Παρόντες στη σύσκεψη ήταν και οι πρώην πρωθυπουργοί και ηγέτες του στρατού. Παράλληλα στους δρόμους της Αθήνας ξεσπούν διαδηλώσεις.


Τετάρτη 24 Ιουλίου 1974



Ο προεδρεύον της Δημοκρατίας κ. Γλαύκος Κληρίδης δίνει την πρώτη δημσιογραφική διάσκεψη και τονίζει ότι ο πρωταρχικός στόχος της κυβέρνησης του είναι η διασφάλιση της τήρησης της συμφωνίας για κατάπαυση του πυρός και την σύγκλιση ενότητας του λαού . Στην Αθήνα επιστρέφει ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής και σχηματίζει μετά από επτά χρόνια την πρώτη πολιτική κυβέρνηση με ΥΠΕΞ τον κ. Γ. Μαύρος και ΥΠΑΜ ο κ. Αβέρωφ.

Πέμπτη 25 Ιουλίου 1974


Οι τουρκικές δυνάμεις της εισβολής συνεχίζουν την προέλαση τους παρά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός . Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι τούρκοι εισβολείς κινήθηκαν προς την κατάληψη του αεροδρομίου Λευκωσίας παρ’ όλο που είναι υπό τον έλεγχο της ΟΥΝΦΙΣΥΠ. Η επιχείρηση για την κατάληψη του αεροδρομίου της Λευκωσίας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί υπήρξε σαφής προειδοποίηση της ΟΥΝΦΙΣΥΠ ότι θα αντισταθεί σε οποιαδήποτε τουρκική επίθεση κατά του αεροδρομίου.

Κύματα προσφύγων συρρέουν στη Λευκωσία και στις άλλες πόλεις από την περιοχή της Κερύνειας . Το ίδιο βράδυ αρχίζει στη διάσκεψη στην Γενεύη από τις εγγυήτριες δυνάμεις. Η πρώτη συνεδρία αναλώνεται σε διαδικαστικά ζητήματα.

– Κύπρος 1974, όσα δεν έζησε η γενιά μου


Παρασκευή 26 Ιουλίου


Ο προεδρεύων της Δημοκρατίας κ. Γλ. Κληρίδης σε νέα δημοσιογραφική διάσκεψη καταγγέλλει την κατ’ εξακολούθηση παραβίαση τη συμφωνίας για την κατάπαυση του πυρός από τις τουρκικές δυνάμεις εισβολής. Προτρέπει να δημιουργηθεί από την ΟΥΝΦΙΣΥΠ να δημιουργηθεί ουδέτερη ζώνη μεταξύ των προχωρημένων θέσεων μας και των τουρκικών δυνάμεων δεν βρίσκει ανταπόκριση.

Στην Γενεύη κατά την πρωινή συνεδρία των τριών υπουργών ο κ. Μαύρος προειδοποιεί ότι η ελληνική αντιπροσωπία θα αποχωρήσει από τη διάσκεψη εάν δεν σταματήσει η τουρκική προέλαση γιατί πιστεύει ότι η διάσκεψη θα εξελιχθεί στα όρια του εμπαιγμού.

Στην Νέα Υόρκη το Συμβούλιο Ασφαλείας αναβάλλει τη συζήτηση για το κυπριακό εν αναμονή των αποτελεσμάτων της Γενεύης.

Ο αριθμός των προσφύγων υπολογίζεται σε δέκα χιλιάδες. Οι κάτοικοι Λευκωσίας εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα προς ασφαλέστερες περιοχές.



Σάββατο 27 Ιουλίου 1974


Το ΕΙΡ, το ΡΙΚ και το γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων δίνουν λεπτομέρειες για τις εξελίξεις της Γενεύης.

Διάσκεψη της Γενεύης- Οι πρώτες συναντήσεις Μακαρίου-Κίσινγκερ


28-30 Ιουλίου 1974


Στις 29 Ιουλίου 1974, μεσούσης της πρώτης διάσκεψης της Γενεύης, ο Μακάριος συναντήθηκε με τον Κίσινγκερ και του παρέδωσε ένα μνημόνιο με πέντε όρους, προκειμένου να υπάρξει πολιτική λύση στο Κυπριακό, με την παράκληση να το διαβιβάσει στην κυβέρνηση της Τουρκίας. Η συνάντηση Μακαρίου – Κίσινγκερ έγινε στις 29 Ιουλίου, στις 5 το απόγευμα, στο State Department. Η τακτική που ακολούθησε ο Κίσινγκερ ήταν να μην αναμειχθεί, τουλάχιστον δημόσια, στο Κυπριακό, αφήνοντας τις πρωτοβουλίες στους Βρετανούς. Ο Κίσινγκερ απέστειλε το σημείωμα στον πρέσβη του στην Αγκυρα, με την οδηγία να το παραδώσει σε χαμηλό επίπεδο και να εξηγήσει πως απλώς το κάνει διότι το είχε υποσχεθεί. Οι προτάσεις του Μακαρίου παρέπεμπαν σε άμεση επιστροφή στις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, τις οποίες προσπαθούσε μέχρι το ’74 να ακυρώσει, ως ανεφάρμοστες.

Αντίγραφο των προτάσεων του Μακαρίου απέστειλε ο Κίσινγκερ στην Αθήνα, καθώς και στη Λευκωσία, με οδηγία προς τον Αμερικανό πρέσβη Ρότζιερ Ντέιβις να καταγράψει τυχόν σχόλια του Κληρίδη. Ο Ντέιβις παρέδωσε το έγγραφο στον Κληρίδη.

ΠΗΓΗ: http://24h.com.cy

Friday, July 28, 2017

Οι Αιτωλοακαρνάνες πολεμιστές καταδρομείς της Κύπρου του ’74 και η μαρτυρία του κ/δ Μπεσίρη Κωνσταντίνου.


O  Αγρινιώτης καταδρομέας που πολέμησε στην Κύπρο το 1974  Μπεσίρης Κωνσταντίνος  αποδίδει τιμές στο μνημείο του πεσόντα καταδρομέα Χριστόπουλου Αθανάσιου στη Μηλιά Ναυπάκτου.


Του Λίνου Υφαντή,


Η γενιά των σημερινών 40ρηδων  μεγάλωσε με το αγαθό της ειρήνης. Ποτέ δεν συμμετείχε σε πόλεμο. Αντίθετα πρόλαβε να δει για λίγο τους παππούδες της που ζήσανε τον πόλεμο του ’40 και την Κατοχή. Εκείνοι έφυγαν χωρίς να προλάβουμε να τους ρωτήσουμε πολλά. Την σκυτάλη πήραν οι πατεράδες μας. Αυτοί έζησαν τελευταίοι Εθνική Τραγωδία που λύθηκε με τα όπλα και πολύ αίμα. Ήταν η Κύπρος του ’74.

Καθήκον μας είναι να προλάβουμε τους ανθρώπους αυτούς να μας μιλήσουν. Καθήκον μας είναι να μάθουμε αν η πόλη μας , το Αγρίνιο, η πατρίδα μας Αιτωλοακαρνανία είχε στρατιώτες που πήγαν στην Κύπρο για να την υπερασπιστούν. Πράγματι, διψήφιος αριθμός Αιτωλοακαρνάνων πολέμησε στην μαρτυρική μεγαλόνησο.

Ένας από αυτούς, ο Κωνσταντίνος Μπεσίρης αποφάσισε εκ μέρους αυτών των ανθρώπων να μιλήσει στο agrinionews.gr, για να μάθουν οι μικροί και να θυμηθούν οι παλαιότεροι στην τοπική κοινωνία. Καθοριστικό ρόλο σε αυτόν έπαιξε η ίδια η γενιά των 40ρηδων, που είχαν την κορυφαία στρατιωτική εμπειρία των ειδικών δυνάμεων. Γιατί πρώτα αυτοί μπορούν να κατανοήσουν ή να αγγίξουν το μέγεθος μιας τέτοιας σύγκρουσης. Πρόκειται για τον Νίκο Αυγέρη, υπάλληλο του Πανεπιστημίου Πατρών και έφεδρο Αλεξιπτωτιστή των Ειδικών Δυνάμεων,  που μεσολάβησε για να δοθεί αυτή η μαρτυρία.



Μόνο με την βασική εκπαίδευση τους έριξαν στη φωτιά του Πολέμου.


16 Ιουλίου 1974. Η ατμόσφαιρα μύριζε πόλεμο. Οι  φαντάροι των Ειδικών Δυνάμεων μόλις τελειώσαν την βασική εκπαίδευση στο Μεγάλο Πεύκο. Τους πήγαν στην Α΄  Μοίρα Καταδρομών της Κρήτης. Εκεί ήταν ο Κωνσταντίνος Μπεσίρης με τον Παραβολιώτη Αιμίλιο Μονιά και με άλλους Αγρινιώτες και Αιτωλοακαρνάνες όπως τον Κατσιγιάννη Ιωάννη, τον Γεώργιο Αντωνόπουλο και τον Αβορανίτη Χριστογιάννη Ταξιάρχη και τον Ναυπάκτιο Χριστόπουλο Αθανάσιο.

Σε λίγες ημέρες επρόκειτο να πάνε στην κόλαση της Κύπρου χωρίς την ολοκλήρωση ειδικής εκπαίδευσης. . Νύχτα 20ης Ιουλίου 1974: 


Ο Κ.Μπεσίρης θυμάται «Όταν ολοκληρώθηκε είδαμε λεωφορεία τουριστικά να μας περιμένουν μέσα στο στρατόπεδο. Τότε καταλάβαμε ότι ήρθε η ώρα να ριχτούμε στην μάχη, άγνωστο που για μας ακόμα. Το σκεπτικό ήταν να υπάρξει άκρα μυστικότητα και να μη δώσουμε στόχο στους κατοίκους και να προκαλέσουμε πανικό. Όλοι είχαν καταλάβει τι επρόκειτο να συμβεί.  Κανείς δεν υπάκουσε την διαταγή του διοικητή να βγάλουμε τσιμουδιά και να μείνουμε απαρατήρητοι. Με βροντερή φωνή τραγουδάγαμε «ποτέ θα κάνει ξαστεριά».

Και συνεχίζει «Σε λίγο φτάσαμε στο αεροδρόμιο της 115 Πτέρυγας Μάχης στην Σούδα. Μόλις φτάσαμε εκεί είδαμε στην πίστα του αεροδρομίου ένα βουνό από όπλα μέσα, ¨Ήταν τουφέκια, σφαίρες, χειροβομβίδες. Τις χρεωθήκαμε, παραταχθήκαμε και είδαμε 16 μεταγωγικά αεροπλάνα Noratlas  των 30 -32 θέσεων».

Η προσγείωση του τρόμου


«Το ταξίδι από την Κρήτη στην Κύπρο διήρκησε 3 ώρες. Ταξιδέψαμε μέσω Λιβυής, Αιγύπτου και από νότια προς βόρεια ανέβηκε προς την Κύπρο. Για λόγους ασφαλείας ταξιδέψαμε με σιγή ασυρμάτου και με σβησμένα φώτα.

Την σιωπή του απόλυτου σκότους έσπασε ένας αξιωματικός, ο οποίος μπήκε στο θάλαμο όπου βρισκόμασταν: «Παιδιά σε 10 λεπτά θα προσγειωθούμε Λευκωσία. Ο Θεός μαζί σας». Εμείς ασυναίσθητα κοιτάζαμε τα παράθυρα. Βλέπαμε φωτιές και χάος στο έδαφος, που όλο και πλησιάζαμε με το αεροπλάνο.  Ακούστηκαν ξαφνικά εκρήξεις δίπλα στο αεροπλάνο. Τότε υπήρξε το ασυναίσθητο αίσθημα του φόβου, διότι καθόμασταν στις καρέκλες, δεν ήμασταν στην μάχη για να κάνουμε κάτι. Νιώσαμε ότι απλά περιμέναμε τον θάνατο μας»

Οι μάχες σώμα με σώμα στο αεροδρόμιο


«Το αεροπλάνο μέσα στο πανδαιμόνιο εκρήξεων και πυροβολισμών προσπαθούσε να ισορροπήσει και να καταφέρει να προσγειωθεί μέσα στο βομβαρδισμένο αεροδρόμιο, του οποίου η πίστα είχε καταστραφεί μερικώς από τους βομβαρδισμούς  Τελικά τα καταφέραμε και το αεροπλάνο προσγειώθηκε μέσα στα χωράφια. Από τα 13 Noratlas, τα δύο χτυπήθηκαν πολύ σοβαρά. Από εκείνο που οδηγούσε ο Παναγόπουλος διασώθηκε μόνο ένας, ενώ από το άλλο που χτυπήθηκε υπήρξαν 2 νεκροί και 9 τραυματίες. Ήταν 04:00 τα ξημερώματα, όταν πατήσαμε το πόδι μας σε Κυπριακό έδαφος.

Είχαμε μόλις πηδήξει από το αεροπλάνο, χωρίς να ξέρουμε πραγματικά τι να κάνουμε και προς τα πού να βαδίσουμε Κατεβαίνει ο Διοικητής «Παπαμελετίου» και συγκεντρωθήκαμε σε σημείο του αεροδρομίου.  Γύρω μας βλέπαμε σκιές φαντάρων ( σιλουέτες), οι οποίοι δεν ξέραμε αν ήταν εχθροί, δικοί μας, ΕΛΔΥΚάριοι ή οτιδήποτε άλλο. Ο Διοικητής Παπαμελετίου αντέδρασε με ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και κατάφερε να διακρίνει και να αναγνωρίσει ότι ήταν φίλιες δυνάμεις, οπότε κινηθήκαμε σε ασφαλές σημείο του αεροδρομίου¨

Την επομένη ακολούθησε η μάχη σώμα με σώμα με τους Τούρκους: 


«Πήγαμε όλοι οι λόχοι στο αεροδρόμιο,  καθώς εκεί σύμφωνα με πληροφορίες συγκεντρώνονταν μεγάλος αριθμός τουρκικών δυνάμεων για να πάρουν το αεροδρόμιο. Όταν φτάσαμε εκεί, η πρώτη εντολή που είχαμε, είναι να σπάσουμε ότι τζαμαρία υπήρχε, για λόγους ασφαλείας, λόγω της μάχης που θα ακολουθούσε.  Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ήταν διαφημιστικά κόκα-κόλα που εμπόδιζαν την ορατότητα με το εχθρικό μέτωπο.
Στο χώρο του αεροδρομίου υπήρχαν δύο με τρία μικρά τανκς, χωρίς ερπύστρια, που τα χρησιμοποιεί συνήθως η αστυνομία. Δόθηκε εντολή αυτά να «ρίξουν» τις πινακίδες Ένα από αυτά πάει να κατεβάσει αυτή που εμπόδιζε την οπτική επαφή με τους εχθρούς. Με το που το έκανε, ο οδηγός της χτυπήθηκε στο λαιμό από πυρά ελεύθερων σκοπευτών. Ήταν η αρχή της μάχης που δόθηκε στο αεροδρόμιο στις 11-12 το πρωί. Έγινε το έλα να δείς. Όλμοι, τανκς, χειροβομβίδες, πυροβολισμοί συνέθεταν ένα σκηνικό κόλασης για 2-3 ώρες.

Ο τουρκικός στρατός για καλή μας τύχη χτύπησε με βαρέα όπλα ένα  ρουμάνικο πολιτικό αεροπλάνο  που βρίσκονταν ακριβώς δίπλα από τα γραφεία χωρίς εκεί να υπάρχει κανένας Έλληνας ή Ελληνοκύπριος στρατιώτης. Δεν μπορώ να ξεχάσω την μονάδα του ΟΗΕ που στην νεκρή ζώνη των 500 μ που δημιούργησαν άφησαν τους Τούρκους να περνάνε και να προωθούνται ανενόχλητοι. Αναφέρομαι για το σημείο, όπου 22 χρόνια μετά έπεσε ηρωικά ο Σολωμός Σολωμού. Η τραγική ειρωνεία της ιστορίας…Την σκληρή μάχη διαδέχθηκε άτυπη κατάπαυση του πυρός. Τι εννοώ; Ότι οι Τούρκοι σταμάτησαν να επιτίθενται Νικήσαμε! Το αεροδρόμιο το κρατήσαμε μαζί με τους Κυπρίους. Οι Τούρκοι άφησαν πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης.»

O Aττίλας Β΄και η εξολόθρευση τούρκικων τανκς


«Ο Αττίλας Β έγινε μόνο για την πρωτεύουσα της Κύπρου, Λευκωσία. Εμείς είχαμε εντολή να πιάσουμε το ύψωμα Κοκολασίδη με αποστολή ανταρτοπόλεμο και πλαγιοκόπηση του εχθρού. Πράγματι είδαμε τουρκικά άρματα μάχης να κατευθύνονται προς την Λευκωσία. Αμέσως από το ύψωμα  τους επιτεθήκαμε με αντιαρματικά Paw 90 και καταστρέψαμε 6 με 10 από αυτά. ΟΙ Τούρκοι οπισθοχώρησαν. Εμείς δεχτήκαμε διαταγή να φύγουμε, Και αυτή η μάχη κράτησε 2-3 ώρες»

« Γεια σου μάνα, είμαι καλά, μην ρωτάς που είμαι».


Στα μέσα Σεπτέμβρη του 1974 πρώτη φορά συναντήσαμε τους άλλους ελλαδίτες φαντάρους της ΕΛΔΥΚ που ήδη βρίσκονταν στο νησί και υπηρετούσαν την θητεία τους. Εκεί επίσης  για πρώτη φορά κατάφερα να επικοινωνήσω με τους γονείς μου στο Αγρίνιο. Δεν γνώριζαν την τύχη μου, δεν γνώριζαν καν αν ζω.  Ο πατέρας μου ρώταγε στο φρουραρχείο Αγρινίου, από το οποίο λάμβανε την απάντηση ότι «δεν έχουμε κανένα νέο για την τύχη του γιου σας». Η αγωνία έλαβε τέλος χάρις σε ένα Μακρύνειο Ασυρματιστή που βρήκα στους ΕΛΔΥΚάριους. Οι ασύρματοι βρίσκονταν σε απόλυτη σιγή, για τον φόβο μήπως εντοπιστεί έτσι η θέση των Ελλήνων από τους εχθρούς. Ζήτησα από τον ασυρματιστή από την Μακρυνεία το απλό: «Ένα τηλέφωνο στην μανούλα μου». Εκείνος είπε «θα προσπαθήσω». Και πράγματι το έκανε: Για πρώτη φορά μετά την έναρξη των εχθροπραξιών επικοινώνησα με τους γονείς μου. Όταν το σήκωσε η μάνα μου, της είπα: « Γεια σου μάνα, είμαι καλά, μην ρωτάς που είμαι».

Η Ελληνική Πολιτεία ξέχασε τους ήρωες της Κύπρου


«Σε ότι αφορά το θέμα της αναγνώρισης κανένας από το επίσημο κράτος δεν το προχώρησε. Το ΓΕΣ μας έδωσε ένα χαρτί ότι ήμασταν στην Κύπρο αλλά για έναν μόνο μήνα! Αν είναι δυνατόν, να ήμουν 8 μήνες στην Κύπρο αλλά για έναν μόνο μήνα. Το χαρτί αυτό μας το έδωσαν από την Ευελπιδων πριν 10 χρόνια περίπου. Από εκεί και πέρα λάβαμε έναν έπαινο που έγραφε ότι «λάβαμε μέρος στην επιχείρηση της  Κύπρου» το 1974, τον οποίο υπέγραφε ο πρώην Υπουργός Άμυνας Άκης Τσοχατζόπουλος και μας παρέδωσε στην Ευελπιδων, ο διάδοχος του Βαγγέλης Μειμαράκης το 2004, που ήλθε στην εξουσία η κυβέρνηση Καραμανλή. Μαζί με αυτό λάβαμε και ένα παράσημο»


Πως τίμησαν μεμονωμένα τους ήρωες της Κύπρου επαρχιακές πόλεις. Το Αγρίνιο;


«Σε τοπικό επίπεδο, η μόνη φορά που Δήμαρχος μας τίμησε ήταν ένας Πρεβεζάνος πριν 25 περίπου χρόνια, που κάλεσε και τους Αγρινιώτες βετεράνους της Κύπρου στην Πρέβεζα, όπου και τους τίμησε.  Από Αγρίνιο πήγαν οι : Μπεσίρης ( εγώ), Αντωνόπουλος και Κατσιπάνος. Το 1985 ιδρύθηκε ο Σύλλογος «Κομάντος ‘74».


Σε κάποιες πόλεις τιμήθηκαν οι Έλληνες στρατιώτες με ονοματοθεσίες δρόμων.


Τον Ιούνιο του 1996  η προτομή του Αιμίλιου Μονιά τοποθετήθηκε με λαμπρή τελετή και παρουσία αγήματος των Ειδικών Δυνάμεων από τον Ασπρόπυργο με πρωτοβουλία του Συλλόγου Κομάντος ’74 και του νεοσύστατου συλλόγου Αλεξιπτωτιστών «Ο Ίκαρος».  . Η προτομή του Μονιά ήταν το πρώτο μνημείο πεσόντων καταδρομέων στην Κύπρο που τοποθετήθηκε πανελλαδικά. Στο Αγρίνιο ακολούθησε το στήσιμο του Ανδριάντα Βασιλείου Παναγόπουλου στο Αγρίνιο. Πιέσαμε πάρα πολύ να γίνει η προτομή του Βασιλείου Παναγόπουλου, η οποία κατασκευάστηκε από γλύπτη του στρατού και εγκαινιάστηκε επί Δημαρχίας Σώκου με επίσημη τελετή και επιμνημόσυνη δέηση».

Συμπέρασμα: Ήρθε η ώρα το Αγρίνιο να τιμήσει τους πολεμιστές της Κύπρου. Και αυτό με το να δώσει ονόματα δρόμων σε πεσόντες.

Από την Α΄ Μοίρα Καταδρομών που είχε έδρα τα Χανιά  της Κρήτης, σύνολο πήγαν 319 οπλίτες, 25  φαντάροι και αξιωματικοί ( Μεγάλο Πεύκο).


Οι Αιτωλοακαρνάνες της  Α΄  Μοίρας Καταδρομών που πήγε στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974


Πεσόντες

Ονοματεπώνυμο Τόπος Καταγωγής
Παναγόπουλος Βασίλειος Αγρίνιο ( Ιπτάμενος Αντισμήναρχος).
Μονιάς Αιμίλιος Παραβόλα
Χριστόπουλος Αθανάσιος Μηλιά Ναυπάκτου


 Κατάσταση με τους Αιτωλοακαρνάνες λοκατζήδες, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην επιχείρηση «ΝΙΚΗ» και στις πολεμικές επιχειρήσεις της  Α΄  Μοίρας Καταδρομών (ΑΜΚ-35 ΜΚ) στην Κύπρο το έτος 1974 σύμφωνα με τον πολεμικό σύλλογο Κομάντος ’74

α/α επώνυμο Όνομα Τόπος Καταγωγής
Παρατηρήσεις

Αεροπόρος
1 Παναγόπουλος Βασίλειος Αγρίνιο
Αντισμήναρχος-Ήρωας

Λοκατζήδες
1 Ακρίδας Γεώργιος Χρυσοβέργη
2 Αντωνόπουλος Γεώργιος Αγρίνιο ( Χούνη).
Τραυματίας. Νεκρός Ειρήνης

3 Κατσιπάνος Ιωάννης Αγρίνιο
4 Κουτσομπίνας Ευστάθιος Ξηρόμερο
5 Μονιάς Αιμίλιος
Παραβόλα

Ήρωας

6 Μπακούρης Χρυσόστομος Βόνιτσα
7 Μπαλαμπάνης Θεόδωρος Πατιόπουλο
8 Μπεσίρης Κων/νος Αγρίνιο
9 Ντζούβαλης Ιωάννης Λουτρό Αμφιλοχίας
10 Ξεσφίγγης Παναγιώτης Σταμνά
11 Παλιογιάννης Χρήστος Πλαγιά
12 Παπαποστόλου Νικόλαος Δοκίμι
13 Παύλου Δημήτριος Τρύφος
14 Πελέκης Ευθύμιος Ναύπακτος
Νεκρός Ειρήνης

15 Ριζάς Γεώργιος Βόνιτσα
16 Σαλούρος Κων/νος Μεσολόγγι
Έφεδρος Ανθγός

17 Σεβαστός Σπυρίδων Αιτωλικό..
18 Τσίντζας Χαράλαμπος Στάνος Αμφιλοχίας
19 Φλωροσκούφης Νικόλαος Αγρίνιο
20 Χολής Γεώργιος Καραϊσκάκη Ξηρομέρουυ
21 Χριστογιάννης Ταξιάρχης Νέα Αβόρανη
Νεκρός Ειρήνης

22 Χριστόπουλος Αθανάσιος Μηλιά Ναυπακτίας
Ήρωας

Σημείωση: Εκτός από τους αναφερομένους στην κατάσταση και άλλοι λοκατζήδες από την Αιτωλοακαρνανία υπηρετούσαν, στην Α΄ Μοίρα Καταδρομών, Μάλεμε Χανίων, την 21η Ιουλίου  1974, ημέρα αναχώρησης για την Κύπρο, που παρέμειναν στη μονάδα, που αναχώρησε έκτακτα. ( αυτοί ήταν αδειούχοι ή σε εκπαίδευση κλπ)


Η παρούσα συνέντευξη αποτελεί μέρος δομημένης συνέντευξης, η οποία δόθηκε στον Ηλία Υφαντή και θα χρησιμοποιηθεί ή θα δημοσιευθεί ολόκληρη για επιστημονικούς σκοπούς.

πηγη: http://www.agrinionews.gr/

Thursday, July 27, 2017

ΤΟ ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΤΟΥ ΑΤΤΙΛΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


Ο Τουρκοκύπριος μικροπωλητής που άπλωνε την πραμάτεια έξω από στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς ήταν Τούρκος αντισυνταγματάρχης. Το κατασκοπευτικό δίκτυο που καθοδήγησε τον Αττίλα στην Κύπρο...


Το ενδιαφέρον της Τουρκίας για την Κύπρο αφυπνίστηκε κατά τη δεκαετία του ’50 και αυτό το προκάλεσαν οι Βρετανοί ως κίνηση αντιπερισπασμού στον αγώνα της ΕΟΚΑ που ζητούσε Ένωση με την Ελλάδα. Η απάντηση στην ελληνική οργάνωση ήταν η ΤΜΤ (Turk Mukavemet Teskilati/ Τουρκική Οργάνωση Αντιστάσεως). Συστάθηκε και ελεγχόταν απευθείας από την Άγκυρα με στόχο τη διχοτόμηση του νησιού. Ενεργούσε κυρίως με βομβιστικές επιθέσεις, δολιοφθορές, συλλογή πληροφοριών και δολοφονίες μετριοπαθών Τουρκοκυπρίων.



Η ουσιαστική όμως οργάνωση των Τουρκοκυπρίων ξεκίνησε μετά τα γεγονότα του 1963 και τη δημιουργία εκ μέρους τους θυλάκων, οι οποίοι κατέληξαν να λειτουργούν ως κράτος εν κράτει. Για τα επόμενα χρόνια, μέσα σε αυτούς τους θύλακες, οι Τουρκοκύπριοι εξοπλίζονταν και εκπαιδεύονταν ανενόχλητοι υπό την καθοδήγηση Τούρκων αξιωματικών. Σύντομα οι θύλακες ενισχύθηκαν με οχυρωματικά έργα. Το υλικό για τα έργα αυτά, κυρίως σκυρόδεμα, πωλείτο στους Τουρκοκυπρίους από Ελληνοκύπριους επιχειρηματίες, με την ανοχή και πλήρη γνώση της κυπριακής κυβέρνησης για το είδος των κατασκευών!

Τον Ιούλιο του 1974, η Τουρκία παρέτασσε συνολικά σχεδόν 400.000 άνδρες στον στρατό ξηράς, έναντι 122.000 που διέθετε η Ελλάδα. Στον αέρα, οι ποιοτικοί συσχετισμοί και οι αναλογίες έκλειναν προς την ελληνική πλευρά, ενώ στη θάλασσα η κατάσταση εμφανιζόταν ισορροπημένη. Τα αιματηρά γεγονότα του 1963 προκάλεσαν την ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων από την Άγκυρα Οι τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην Κύπρο (Τουρκοκύπριοι, ΤΟΥΡΔΥΚ και Τούρκοι αξιωματικοί) υπάγονταν επιχειρησιακά στο 6ο Σώμα Στρατού, το οποίο έδρευε στα Άδανα.


Τα αιματηρά γεγονότα του 1963 προκάλεσαν την ενίσχυση των Τουρκοκυπρίων από την Άγκυρα... 


Στο ίδιο Σώμα ανήκαν και οι δύο τουρκικές μεραρχίες, οι οποίες θα πραγματοποιούσαν την εισβολή. Οι αποβατικές δυνατότητες των Τούρκων εμφανίζονταν εξαιρετικά επικίνδυνες. Από το 1965 είχαν προχωρήσει στην υλοποίηση ενός φιλόδοξου προγράμματος, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ιδιαίτερα απειλητικοί για την ασφάλεια της Κύπρου.


Τα αποβατικά σκάφη που διέθετε το τουρκικό ναυτικό το 1974 ήταν σε θέση να μεταφέρουν στο νησί σε έναν πλου 3-4.000 άνδρες και περιορισμένο αριθμό αρμάτων μάχης. Από αέρος ήταν δυνατό να ριφθούν ή να μεταφερθούν τουλάχιστον 2.000 άνδρες την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων, ενώ τα 60 ελικόπτερα UH-1H, τα οποία διέθετε ο τουρκικός στρατός, είχαν τη δυνατότητα μεταφοράς 400 στρατιωτών σε μία διαδρομή. Πάντως, η μάχη ουσιαστικά θα κρινόταν αν οι Τούρκοι κατάφερναν να αποβιβάσουν στην Κύπρο τα σύγχρονα άρματα μάχης Μ-48. Η Εθνική Φρουρά αδυνατούσε να τα αντιμετωπίσει με τα πεπαλαιωμένα T-34. Απόβαση Τούρκων στρατιωτών στην Κύπρο. Ο αποβατικός τουρκικός στόλος το 1974 παρουσίαζε μεγάλες δυνατότητες.


Απόβαση Τούρκων στρατιωτών στην Κύπρο. Ο αποβατικός τουρκικός στόλος το 1974 παρουσίαζε μεγάλες δυνατότητες.... 



Οι κατάσκοποι 

Τον σημαντικότερο ρόλο πάντως στην οργάνωση της εισβολής διαδραμάτισε η εκτεταμένη κατασκοπευτική δραστηριότητα, στην οποία επιδόθηκε η Τουρκία σε βάρος της Κύπρου, πολλά χρόνια πριν από το μοιραίο 1974. Επισημάνθηκαν τα στρατόπεδα και οι θέσεις της Εθνικής Φρουράς, αεροφωτογραφήθηκαν και χαρτογραφήθηκαν οι ακτές που είχαν επιλεγεί για την απόβαση. Επιπλέον, «φακελώθηκαν»  οι Ελλαδίτες αξιωματικοί που βρίσκονταν στην Κύπρο και οι Κύπριοι ενωτικοί.

Την κατασκοπεία επιτέλεσαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1964-1974 Τούρκοι αξιωματικοί, οι οποίοι υπηρέτησαν στην ΤΟΥΡΔΥΚ ή στελέχωσαν τα τουρκοκυπριακά τάγματα, καθώς και άλλοι οι οποίοι στάλθηκαν από την Τουρκία ως πολίτες. Χρησιμοποιήθηκε επίσης μικρός αριθμός Βρετανών, οι οποίοι διέμεναν μόνιμα στο νησί, καθώς και κάποιοι Ελληνοκύπριοι, μέλη συνήθως του κυπριακού υποκόσμου. Τη στιγμή που η συνεργασία της ελληνικής και κυπριακής ΚΥΠ σκιάζονταν από νέφη αμοιβαίας καχυποψίας, οι Τούρκοι έστηναν, σχεδόν ανενόχλητοι, ένα εκτεταμένο δίκτυο παρακολούθησης.

Οι κατάσκοποι Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην περιοχή της Κυρήνειας. Ενδεικτική ήταν η περίπτωση Τούρκου αξιωματικού, ο οποίος είχε εντοπισθεί στην πόλη της Κυρήνειας τουλάχιστον από το 1970, όπου και εμφανιζόταν ως Τουρκοκύπριος, που απασχολείτο ευκαιριακά στη φύλαξη σκαφών.


                                         Απόβαση τουρκικού άρματος Μ-48 στην Κηρύνεια

Η μυστική του αποστολή όμως ήταν η αξιολόγηση των ακτών της περιοχής για απόβαση και η καταγραφή των επάκτιων οχυρώσεων.

Ανάλογη περίπτωση καταγράφηκε και στην Πάφο:  Ο συμπαθής Τουρκοκύπριος μικροπωλητής που άπλωνε την πραμάτεια του έξω από στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς ήταν Τούρκος αντισυνταγματάρχης! Παράλληλα, πολλοί Τούρκοι αξιωματικοί καλύπτονταν πίσω από την ιδιότητα του τουρίστα. Έφταναν στην Κύπρο συνήθως από το Λονδίνο, ως συμμετέχοντες σε ομαδικές εκδρομές βρετανικών πρακτορείων. Τα ξημερώματα της 20ς Ιουλίου 1974 οι Τούρκοι εισβάλουν στην Κύπρο.

Όταν το επόμενο πρωινό καταλήφθηκε η τουρκοκυπριακή συνοικία της Λεμεσού, στο υπόγειο διοικητήριό της βρέθηκε πλήθος αποδεικτικών στοιχείων για την επί σειρά ετών κατασκοπευτική δραστηριότητα των Τούρκων: λεπτομερή σχεδιαγράμματα των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς, καταγραφή των οπλικών της συστημάτων, φωτογραφίες και σημειώσεις για τα πολιτικά φρονήματα αξιωματικών, οπλιτών και πολιτών.

Το τελευταίο στοιχείο ενδιέφερε ιδιαίτερα τους Τούρκους, όπως αποδείχθηκε στη διάρκεια της εισβολής. Σε κάθε πόλη και χωριό που καταλάμβαναν, πρώτα αναζητούσαν τους Κύπριους ενωτικούς, παλαιά μέλη της ΕΟΚΑ. Φυσικά τους εκτελούσαν αμέσως, καθώς θεωρούσαν ότι αυτοί θα προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στην εισβολή. Οι Τούρκοι έκαναν καλά τη δουλειά τους. Οι Έλληνες;

Νίκος Γιαννόπουλος, ιστορικός...

Συγκλονίζει η εν ψυχρώ εκτέλεση ζεύγους




«Σκότωσε με τζιαι μένα. Τι να την κάμω τη ζωή»; 

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της Δέσποινας Κοζάκου μπροστά στη θέα του άψυχου σώματος του συζύγου της Κώστα Κοζάκου ο οποίος πυροβολήθηκε από Τούρκο στρατιώτη.

Από το δικό της πόδι ανάβλυζε ζεστό το αίμα επίσης από σφαίρα που δέχτηκε. Τούρκος αξιωματικός ο οποίος έφτασε στο σημείο αντέδρασε μεν έντονα για τις ενέργειες των στρατιωτών (οι οποίοι είχαν σκοτώσει επίσης τα αδέλφια Γιώργο Δράκο 16 ετών, Νίκο Δράκο 13 ετών καθώς και τη μητέρα τους) και ύστερα έδωσε οδηγίες σε στρατιώτη να πυροβολήσει τη Δέσποινα Κοζάκου.

Η περιγραφή δεν ανήκει σε κάποιο συγγενή της οικογένειας Κοζάκου αλλά στον αδελφό των δύο ανηλίκων Σάββα Δράκο όπως του μετέφερε τα δεδομένα ο πατέρας του ο οποίος ήταν ο μοναδικός που επιβίωσε της σφαγής. Δεν κρατούσαν όπλα, δεν ήταν στρατιώτες, δεν κινδύνευε κανείς από την παρουσία τους.



Ο Κώστας και η Δέσποινα Κοζάκου άφησαν πίσω τους εννέα παιδιά τον Μιχάλη, τη Σταυρούλα, την Ελλάδα, τον Δημήτρη, την Ευγενία, την Ανδρούλα, τη Γιώτα, η Σώτη και τη Γεωργία, oι οποίοι τους περίμεναν μέχρι πρόσφατα, οπόταν αναγνωρίστηκαν τα λείψανά τους και τους έθαψαν όπως άρμοζε. Απουσίαζε μόνο ο Δημήτρης ο οποίος απεβίωσε μ’ ένα παράπονο για το γεγονός ότι δεν αξιώθηκε να βρει έστω και τα λείψανα των γονιών του.

Μέλη των δύο οικογενειών (Κοζάκου και Δράκου) συναντήθηκαν στην προσπάθειά τους να φτάσουν στο χωριό Φτέρυχα με την ελπίδα ότι θα διασώζονταν από τους Τούρκους εισβολείς, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Ο Χρίστος Δράκος, πατέρας των δύο ανηλίκων καθώς και τα παιδιά του Κώστας και Δέσποινα Κοζάκου τα οποία για καλή τους τύχη προπορεύονταν των υπολοίπων, διασώθηκαν αλλά συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε κάποιο σπίτι και έκτοτε δεν είχαν επαφή με τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους.

Εντοπίστηκαν την ημέρα της εισβολής από τον Γρηγόρη Σατράκη συγχωριανό της οικογένειας του Χρίστου Δράκου που ήταν ο τελευταίος που τους είδε.

Όταν τα παιδιά της οικογένειας Κοζάκου έφτασαν στις ελεύθερες περιοχές ανέμεναν ότι οι γονείς τους θα επέστρεφαν μαζί με άλλους αιχμαλώτους. Στους επικήδειους που εκφωνήθηκαν τα παιδιά τους περιέγραψαν τη στιγμή της αναμονής και της προσδοκίας:

«Θυμάμαι με πόση αγωνία πηγαίναμε στην Ξενοδοχειακή Σχολή όταν γύριζαν οι Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι και αναμέναμε και το δικό σας γυρισμό. Τελικά δεν γυρίσατε ποτέ»!
Και νάμαστε εδώ σήμερα παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, συγγενείς, φίλοι και χωριανοί για να σας απευθύνουμε το στερνό αντίο.

Τα παιδιά του Κώστα και της Δέσποινας Κοζάκου έζησαν τον δικό τους Γολγοθά και όταν έφτασε η ώρα του ύστατου αποχαιρετισμού δεν επιθυμούσαν πολλούς χαιρετισμούς από χείλη αρμοδίων. Ίσως επειδή όταν είχαν ανάγκη συμπαράστασης η ανταπόκριση δεν ήταν η αναμενόμενη υπό τις περιστάσεις.

Και οι μνήμες των παιδιών που μεγάλωσαν πια, ζωντάνεψαν στο τελευταίο αντάμωμα πριν ο Κώστας και η Δέσποινα οδηγηθούν στην τελευταία τους κατοικία:

«Αμέτρητες μέρες, ατέλειωτοι χειμώνες, πολλά πικρά καλοκαιριά...».

«Αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας σας μας είπαν πως οι Τούρκοι στρατιώτες σας σκότωσαν εν ψυχρώ».

Και οι αναμνήσεις συνεχίζονται και ανακαλούν την εικόνα του πατέρα ο οποίος ήταν νέος και υγιής και υπήρχε πάντα η ελπίδα πως ίσως η σφαίρα να μην κατάφερε να τον σκοτώσει ή ότι η μητέρα που είχε τραυματιστεί στο πόδι θα κατάφερνε πιο εύκολα να βοηθήσει τους υπόλοιπους τραυματίες.

«Όλοι εμείς τα εννέα παιδιά σας, οι γαμπροί, οι νύμφες και τα εγγόνια σας αναμέναμε τον γυρισμό σας. Πιστεύαμε πως δε γίνεται, κάποτε θα ξαναρχόσασταν κοντά μας. Μας αγαπούσατε τόσο πολύ, μας φροντίζατε πάντα τόσο στοργικά, ήσασταν για εμάς και ήμαστε και εμείς για εσάς η ψυχή και η πνοή σας».

Και τα εγγόνια ρωτούσαν «που είναι ο παππούς Κοζάκος και η γιαγιά η Δέσποινα»; Και «γιατί τους σκότωσαν οι Τούρκοι» και «γιατί δεν μπορούμε να πάμε στο πατρικό μας σπίτι στον Καραβά»;

Και τα παιδιά των Κοζάκων, έχοντας πλέον δικά τους παιδιά και εγγόνια, προσπαθούσαν να τους εξηγήσουν τα ανεξήγητα και το άδικο που βρήκε την οικογένεια.

Και η ζωή συνεχίστηκε και χρόνο με το χρόνο, μέρα με τη μέρα, όπως θυμούνται τα παιδιά, η οικογένεια των Κοζάκων μεγάλωνε αλλά έλειπαν αυτοί που την δημιούργησαν. Απόντες σωματικά αλλά πάντα παρόντες στη σκέψη των παιδιών σε εκδηλώσεις αρραβώνων, γάμων, βαπτίσεων.

Λένε πως ο χρόνος απαλύνει τις πληγές αλλά για τα παιδιά ο χρόνος ήταν, όπως τον ένιωθαν τα ίδια, μαχαίρι που λάβωνε τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής τους.

Και τα παιδιά υποσχέθηκαν πως ένα άσβεστο καντήλι θα ανάβει και θα δείχνει το δρόμο πότε προς τον Καραβά και πότε προς τον παράδεισο. Καλή αντάμωση.

πηγη: http://www.philenews.com

Wednesday, July 26, 2017

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΣΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΚΥΝΗΓΙ ΘΑΝΑΤΟΥ



Ένα αφήγημα γραμμένο τον Αύγουστο του ’74 από τον Μίκη Πασιά για ένα συγκλονιστικό κυνήγι θανάτου.


Συγγραφέας του κειμένου που ακολουθεί είναι ο Μίκης Πασιάς, από το Γέρι. Η τουρκική εισβολή τον βρήκε εικοσάχρονο στρατιώτη στο φυλάκιο αριθμός 4 στην Αγύρτα, εκεί που ο ουρανός κατακαλόκαιρα έβρεχε Τούρκους αλεξιπτωτιστές.

Στο κείμενο, ο συγγραφέας αφηγείται την πολεμική περιπέτεια του, ένα κυνήγι θανάτου, από τη στιγμή που άρχισε η β’ τουρκική εισβολή, στις 14 Αυγούστου, μέχρι το βράδυ της επομένης μέρας. Μετά την αποστράτευσή του πήγε στη Ρώμη όπου σπούδασε γιατρός. Εκεί παντρεύτηκε κι εκεί κατοικεί έκτοτε. Έχει δύο κόρες. Τον Μίκη συνάντησα για πρώτη φορά στη Ρώμη όπου υπηρετώ. Μπορεί όμως οι δρόμοι μας να είχαν διασταυρωθεί τις μέρες του πολέμου.
Υπηρετούσε στο 361 Τάγμα Πεζικού, που έδρευε στο Συγχαρί, κοντά στην πλαγιά που τώρα ρυπαίνει η σημαία του ψευδοκράτους. Υπηρετούσα στην 32 Μοίρα Καταδρομών που έδρευε λίγα χιλιόμετρα ανατολικά, στον Άγιο Χρυσόστομο, κοντά στον Κουτσοβέντη. Προτού τον στείλουν στα φυλάκια της Αγύρτας υπηρετούσε στην Άσπρη Μούττη∙ εκεί που βρέθηκα με την μονάδα μου την πρώτη και δεύτερη μέρα του πολέμου.



Στις 22 Ιουλίου οι μονάδες μας συναντήθηκαν στη μάχη της Αλωνάγρας. Μέσα στην εκεχειρία, μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής, ο Μίκης με το Τάγμα του κρατούσαν άμυνα στην λοφοσειρά δυτικά του Κουτσοβέντη. Στη βορεινή πλευρά της ίδιας λοφοσειράς και μέχρι και το Κάστρο του Βουφαβέντο, κρατούσε άμυνα για λίγες μέρες η Μοίρα μου. Η δεύτερη εισβολή βρήκε τις μονάδες μας να κρατούν άμυνα στον Παχύαμμο της Κερύνειας. Με διαφορετικό δραματικό τρόπο και ακολουθώντας διαφορετική διαδρομή βρεθήκαμε την επόμενη μέρα στην ίδια περιοχή κοντά στο Σοπάζ και τον δρόμο προς την Λάρνακα, στην περιοχή της Αγλαντζιάς∙ ο Μίκης, για να βγει από την ήδη καταληφθείσα περιοχή και εγώ για να επιστρέψω στην μονάδα μου, που πιστεύαμε πως ήταν ακόμα στον Παχύαμμο, ώστε να την εφοδιάσουμε με καύσιμα, νερό και τρόφιμα, αγνοώντας ότι, βάσει διαταγών, αναδιπλώθηκε και ανασυντασσόταν ήδη κάπου στους πρόποδες του Τροόδους.

 Ίσως, λοιπόν, οι δρόμοι μας να διασταυρώθηκαν εν αγνοία μας, τότε, μέσα στην κάψα τουκαλοκαιριού και του πολέμου, πάνω στα βουνά του Πενταδακτύλου, ή κοντά στα παράλια της Κερύνειας ή στον κάμπο της Μεσαριάς και τα περίχωρα της Λευκωσίας, κάτω από τα ίδια αεροπλάνα που κτυπούσαν, απέναντι από τους ίδιους Τούρκους στρατιώτες ή τα ίδια τανκς. Γλυτώσαμε τον θάνατο ύστερα από σειρά θαυμάτων. Κι είχαμε την ίδια γλυκιά εμπειρία του ανέλπιστου κορεσμού της μακράς δίψας μας με βρόμικο νερό και την απείρως γλυκύτερη της δραματικής συνάντησης με τις μητέρες μας που θρηνούσαν για μας χωρίς να έχουμε πεθάνει, και συνάμα προσεύχονταν να ζούμε.

Την αφήγησή του, ο Μίκης, είχε γράψει λίγες μόνο μέρες μετά τα συμβάντα που περιγράφει, κοντά στις 20-21 Αυγούστου, σ’ ένα τετράδιο. Ύστερα, λησμόνησε την ύπαρξή του. Όταν πέθανε η μητέρα του, πριν από τρία χρόνια, η αδελφή του βρήκε το τετράδιο σ’ ένα ερμάρι, ανάμεσα στα σεντόνια της μητέρας του, και του το παρέδωσε. Το κείμενο που θα διαβάσετε, μου το έδωσε πρόσφατα στη χειρόγραφη μορφή του. Το διάβασα απνευστί και με συγκλόνισε. Τον ρώτησα τι θα το κάνει. «Τίποτε», μου απάντησε. Τον ρώτησα αν μου επέτρεπε να φροντίσω να δημοσιευθεί γιατί αξίζει να διαβαστεί. Μου είπε «κάνε το ό,τι θέλεις». Ο Μίκης είναι ο ψυχή του Συνδέσμου Εφέδρων του 361 ΤΠ. Ζει στην Ιταλία, αλλά η καρδιά του είναι στο Γέρι και στο Τάγμα του που χωρεί όλους, ζώντες, νεκρούς και αγνοούμενους και τις οικογένειές τους, που ρήμαξε ο πόλεμος και, ύστερα απ’ αυτόν η λήθη, η ανάλγητη και καταστροφική.

Σας το παραδίδω, προτρέποντάς σας να το διαβάσετε, ατόφιο, όπως το έγραψε τις ώρες της κορύφωσης της τραγωδίας, πριν από σαράντα-τρία καλοκαίρια στο αρχαίο θέατρο της Κύπρου:


 Ήτο ξημερώματα της Τετάρτης την 14η Αυγούστου.

 Ευρισκόμεθα εις την γραμμήν του Παχύαμμου της Κερύνειας. Με τους Τούρκους είμαστε πολύ κοντά διότι εκρατούσαμεν αμυντικήν γραμμήν απάνω εις έναν ποταμόν. Εμείς ευρισκόμεθα εις την μίαν όχθην και οι Τούρκοι εις την άλλην. Η ώρα ήτο 4.15 το πρωί όταν άρχισεν η μάχη. Μας χτύπησαν κατ’ αρχάς τα πλοία τα οποία κατά την διάρκειαν της νυχτός παρατάχθησαν εις τα πλάγια μας. Σε λίγο η μάχη γενικεύτηκε και ο εχθρός άρχισε να μας χτυπά με όλα τα μέσα που διέθετεν. Μας χτυπούσεν με πυροβολικό από μπροστά ρίχνοντας μας τα βλήματα κατά δεκάδες και μάλιστα χωρίς να αστοχεί ούτε ένα βλήμα του διότι είμαστε στοχευμένοι από μέρες. Μας χτυπούσανε και από πίσω, δηλαδή από τα βουνά, ήτοι τον Βουφαβέντο το οποίον κατείχον.

Η μάχη εκείνη η οποία θα μας μείνει αξέχαστη ήτο πραγματική κόλασις πυρός διότι κατά διαστήματα το τουρκικόν πεζικόν εσηκωνόταν και μας έκανεν επίθεση. Και πράγματι την στιγμήν εκείνη ήτο πραγματικό μακελειό. Πλέον ήτο ζήτημα τύχης. Όποιου ήταν τυχερό του διότι τα βλήματα του πυροβολικού και των πλοίων δεν ξεχώριζαν κανέναν. Η μάχη κράτησε μέχρι τις 11.45 οπόταν διαταχθήκαμεν οπισθοχώρησιν. Η οπισθοχώρησις όμως ήτο πολύ δύσκολη διότι οι Τούρκοι είχαν ήδη έρθει από πίσω μας αφού κατέβηκαν από το βουνό. Εν τέλει όμως τα καταφέραμεν και απομακρυνθήκαμε από το μέτωπο και τώρα άρχιζεν για μας η μεγάλη πεζοπορία.

Προχωρούσαμε συνέχεια προς τα πλάγια του βουνού και δεν τολμούσαμεν να βγούμεν απευθείας στο βουνό διότι ήδη οι Τούρκοι είχαν προχωρήσει πολύ. Εις τον δρόμο ήμασταν κάπου 50 στρατιώτες. Πολλοί όμως δεν άντεχαν άλλο από την πείνα, την δίψαν και την κούρασιν γι’ αυτό και εν τέλει βγήκαμε από την πίσω μεριά της κορυφής του Πενταδακτύλου μόνον καμμιά εικοσαριά, η ώρα 7μμ. Ενώ οι 18 θελήσανε να πάνε στην Κυθραία για να πιούνε νερό και να ξεκουραστούν, ανίδεοι για το ότι οι Τούρκοι πήρανε την Κυθραίαν. Εγώ όμως και ένας φίλος μου αποφασίσαμεν να πάμεν εις το Έξω – Μετόχι. Ακριβώς πάνω από τον Κεφαλόβρυσο βρήκαμεν νερό και ανακουφιστήκαμεν για λίγο.

Αφού προχωρήσαμεν αρκετά, πάνω εις έναν ύψωμα είδαμεν να στέκουν κάπου 20 στρατιώτες. Εμείς νομίζαμεν πως ήτο Τούρκοι καθώς και αυτοί για μας, γι’ αυτό και κατόπιν πολλών φωνών αποφασίσαμεν να έρθει ένας από αυτούς ως την μέση και να πάω κι’ εγώ. Οι Τούρκοι εισβάλουν στην Κύπρο.



Οι Τούρκοι εισβάλουν στην Κύπρο. Photo via PIO 


Και πράγματι εξακριβώσαμεν πως ήτο δικοί μας και ενωθήκαμεν και εμείς μαζί τους.
Όταν μας ρώτησαν πού θα πηγαίναμεν και τους είπαμεν εις το Έξω Μετόχι αυτοί γέλασαν μαζί μας και μας είπαν ότι ο τόπος εγέμισεν από Τούρκους εκεί κάτω και ότι οι Τούρκοι προχώρησαν μέχρι και το Βαρώσι και πράγματι είδαμεν κάτω που συνέχεια τα αυτοκίνητα πηγαινοερχόντουσαν γεμάτα με Τούρκους στρατιώτες.
Εγώ τότε με απάθεια τους ρώτησα: «Ρε κοπέλια μα θέλετε να μου πείτε είμαστε εγκλωβισμένοι;» και τότε ένας χαμογελώντας μου είπε: «εσύ τι λές;». Αυτό το εγκλωβισμένοι εμένα μου χτύπησε πολύ στ’ αυτιά και δεν μου άρεσεν καθόλου. Καθίσαμε τότε όλοι εις ένα κύκλον για να αποφασίσουμεν τι θα κάμναμεν.

Εκεί όμως υπήρχεν πλήρης ασυμφωνία διότι ο κάθε ένας είχε το δικαίωμα να πει την γνώμην του, διότι απ’,αυτό που θα αποφασίζαμεν εκρέμμετο και η ζωή του καθενός. Γι’ αυτό και ο ένας έλεγεν να παραδοθούμεν, ο άλλος να βγούμεν απάνω εις τα βουνά, κι’ εγώ με τον φίλον μου να κάνουμεν την απόπειραν να κατεβούμεν κάτω και να τα παίξουμεν μέχρι το τελευταίο χαρτί. Η ασυμφωνία όμως συνεχιζόταν γι’ αυτό και αποφασίσαμεν να χωρίσουμεν και απ’αυτούς. Είπαμεν ο ένας εις τον άλλον καλήν τύχη και χωρίσαμεν διότι και αυτοί απεφάσισαν να βγούνε απάνω εις τα βουνά. Οι δύο μας σταθήκαμε απάνω από τον κεφαλόβρυσο για λίγο, βγάλαμε ένα δικό μας χάρτη για να περάσουμε από την μέση δύο χωριών του Έξω Μετοχίου και ενός Τουρκικού της Επηχούς.

Όταν σκοτείνιασε τελείως βρέξαμεν τα χείλη μας με λίγο νερό που κρατούσαμεν σε μια μπουκάλα και ετοιμαστήκαμεν δια την μεγάλη επιχείρησιν της οποίας μόνον ο τίτλος «αυτοκτονία» πάει. Αλλά εμείς δεν ηθέλαμεν κατ’ ουδέναν λόγο να πιαστούμεν αιχμάλωτοι διότι εφοβόμαστε πρώτον την εκτέλεσιν απάνω εις τα βουνά και δεύτερον εμείς είπαμεν, ή ζωντανοί και ελεύθεροι, ή σκοτωμένοι. Πριν ξεκινήσουμεν, κοντοσταθήκαμεν για λίγο, βάλαμε τον σταυρό μας με πάθος και κοίταξα για λίγο προς τον ουρανό και είπα μέσα μου: Θεέ μου, βοήθα μας, διότι όπως βρεθήκαμε μόνον εσύ μπορείς να μας σώσεις.
Πετάξαμε τα κράνη και έβγαλα το ρολόι μου και σκέπασα και την στρατιωτική μου ζωστήρα με το υποκάμισο για να μην γυαλίζει, ενώ σαν προσπαθούσα να ζητήσω βοήθεια από κάποιαν ανωτέραν δύναμιν (χωρίς όμως να φοβηθώ διότι εξεγράφτηκα από την πρώτην ημέρα του πολέμου).

Αρχίσαμε λοιπόν να προχωρούμε και να κατεβαίνουμε προς τα κάτω, διαβαίνοντας λόφους και ποταμούς. Όταν προχωρήσαμεν αρκετά εφθάσαμεν δίπλα από έναν ασφαλτοστρωμένον δρόμον. Τότε ξαφνικά είδαμεν να βγαίνουν από την Κυθραίαν πολλά μηχανοκίνητα περιλαμβανομένων και τανκς τα οποία εκατευθύνοντο προς τα κάτω. Ενώ εμείς δεν απέχαμεν από τον δρόμο παρά καμμιά πενηνταριά μέτρα. Πέσαμε και οι δύο κάτω με πολλές προφυλάξεις. Όταν φθάσανε τα μηχανοκίνητα όλα εις την ευθεία μας χωρίς να το περιμένουμεν ένας πανίσχυρος προβολέας με πρασινωπόν φως γύρισε προς τα πάνω μας κάνοντας τον Πενταδάκτυλον ολόκληρον ημέραν, φοβηθήκαμε πως θα μας έβλεπαν αλλά ευτυχώς δεν μας είδαν. Χωρίς όμως να φοβηθώ γιατί εξεγράφτηκα από την πρώτην ημέρα του πολέμου και έτσι δεν με ένοιαζε.

Όταν απομακρύνθηκαν τα μηχανοκίνητα με πολλές προφυλάξεις περάσαμε τον δρόμο. Εις την μέση ακριβώς των δύο χωριών βρήκαμεν ένα μποστάνι. Εκεί αρχίσαμεν να ψαχουλεύουμεν τις πιπονιές ίσως και βρούμε κάτι απάνω διότι θα πεθαίναμεν της πείνας αλλά ήτο μάταιον. Εις το τέλος, βρήκαμεν ένα πεπόνι το οποίο αποκλείεται να ξεπερνούσε το μέγεθος του αυγού και ήτο και πικρό το οποίο μοιράσαμεν. Στο τέλος, μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνουμεν, κόψαμεν φύλλα από τις πιπονιές τα οποία προχωρώντας μασούσαμεν.

Προχωρήσαμεν αρκετά και φθάσαμεν μέχρι τον δρόμον της Αμμοχώστου. Με πολλές προφυλάξεις τον επεράσαμεν και αυτόν διότι συνέχεια πηγαινοερχόντουσαν λαντ-ρόβερ. Όταν προχωρήσαμε για λίγο μέσα από τον δρόμο τότε ακούαμεν ομιλίες τουρκικές πράγμα το οποίο μας έκανε να αντιληφθούμε ότι υπήρχαν δίπλα μας τούρκικα φυλάκια. Καθώς προχωρούσαμε με το όπλο απάνω εις τον ώμο και όρθιοι συνεχώς για να μην κινήσουμε υποψίες, η πείνα όμως και η δίψα μας εμάστιζεν και είχαμεν και το πλεονέκτημα διότι όλες οι ποκαλάμες ήτο καμένες και έτσι δεν επροξενούσαμεν ούτε θόρυβον αλλά ούτε και εφαινόμαστιν μέσα εις τα καμένα.

Κάτω από έναν ευκάλυπτον ακριβώς υπήρχαν τσιγάρα αναμμένα και μιλούσαν τούρκικα ενώ ακριβώς από την άλλην μεριάν ακούαμεν και πάλιν τούρκικα, πράγμα το οποίο μας έκανεν να καταλάβουμεν ότι ευρισκόμαστεν εις το μέσον τουρκικών φυλακίων. Αυτό όμως δεν μας έκανεν να χάσουμε το θάρρος μας και συνεχίζαμεν τον δρόμον μας μέσα στα σκοτεινά λες και δεν συνέβαινεν τίποτα. Τότε, ενώ προχωρούσαμεν, εγώ ψιθύρισα στον σύντροφον μου «ρε μην φοβάσαι διότι εγώ έχω τίμιον ξύλον» και αυτός μου με πικρία «ναι ρε, εσύ έχεις αλλά εγώ δεν έχω». Ήταν ολοφάνερο πως εμέναν που είχα τίμιον ξύλο με θεωρούσεν ως ανώτερον του και πράγματι εγώ ένοιωθα κάποιαν ανακούφισίν γι’ αυτό.

Εγώ τότε για να του δώσω και πάλιν το θάρρος του, του είπα «ρε, μη φοβάσαι, διότι άμα έχω εγώ είναι σαν να έχεις και εσύ διότι, άμαν είναι να σκοτωθείς εσύ, θα σκοτωθώ κι’ εγώ». Διότι, πράγματι και οι δύο μας, ήτο σαν να είμαστε έναν σώμα και μια ψυχή, διότι σε περίπτωση που θα σκοτωνόταν ο ένας απ’ τους δύο ήταν ως να έκοβες του άλλου τα χέρια και τα πόδια. Ψιθυρίζοντας αυτό απομακρυνθήκαμεν από τα τούρκικα φυλάκια και προχωρήσαμεν καλά προς τα μέσα αποφεύγοντας τα χωριά τα οποία όμως όπως μου είπεν ο σύντροφος μου εκεί ήτο το Παλαίκυθρον και η Μόρα τούρκικον χωρίον.

Προχωρήσαμεν αρκετά προς τα μέσα μέχρι τις 3 το πρωί. Και νομίζαμεν πως τα καταφέραμεν και γλυτώσαμεν γι’αυτό και πηγαίναμεν συνέχεια μέσα εις τον ποταμόν για να βρούμεν νερό αλλ’ ήτο μάταιον. Απεφασίσαμεν τότε να ξαπλώσουμεν για λίγο να ξεκουραστούμεν διότι είχαμεν γίνει σωστά πτώματα. Ξαπλώσαμεν λοιπόν δίπλα από έναν χωματόδρομον απάνω σε κάτι πάλες. Μόλις εγύραμεν όμως το κεφάλι αποκοιμηθήκαμεν και οι δύο. Γύρω στις 5 το πρωί, δηλαδή μόλις ξημέρωσε αλλά είχεν αρκετό φως, το τίμιον ξύλον έκαμεν το θαύμα του διότι μόνον σ’αυτό μπορώ να το αποδώσω καθώς κοιμόμαστε και ενώ κατ’ουδέναν λόγον δεν επρόκειτο να ξυπνήσουμεν ο σύντροφος μου καθώς πήγεν να γυρίσει έναν αγκάθι μπήκε βαθιά μέσα εις το μάτι του κάνοντας τον να νιώσει πόνον φοβερόν και να ξυπνήσει. Μόλις ξύπνησεν με χίλια δύο βάσανα με ξύπνησεν και μένα για να με ρωτήσει τι έχει μέσα το μάτι του. Εγώ το είδα και του είπα πως δεν είναι τίποτα, αλλά τότε αμέσως είδαμεν και οι δύο μας έναν λαντροβερ να κατευθύνεται προς τα πάνω μας. Κατ’ αρχάς νομίζαμεν πως ήτο δικοί μας, εν τούτοις όμως προχωρήσαμεν και διασταυρώσαμεν τον δρόμον και πήγαμεν σε μια γελοία απόσταση δηλαδή κάπου 50 μέτρα και πέσαμεν μέσα στο χωράφι το οποίον ήτο ολόισιο καθώς και η γύρω περιοχή, χωρίς να υπάρχει ούτε το παραμικρόν για να καλυφτούμεν ούτε μια πέτρα.

Ήρθεν το λαντρόβερ και σταμάτησεν δίπλα μας μέσα εις τον χωματόδρομον. Τότε ο οδηγός μας έκανεν νόημα με το χέρι να πάμεν εκεί. Εμείς όμως χωρίς να τους μιλήσουμεν τους εκάναμεν νόημα με το χέρι να έρθουν αυτοί οι οποίοι ήτο έξι και άρχισαν όλοι να μας κάνουν νόημα για να πάμεν. Αυτή η υπόθεσις κράτησεν κάπου δέκα λεπτά. Είχεν γίνει πλέον ολοφάνερον ότι εμείς είμαστε Έλληνες και εκείνοι Τούρκοι, διότι εμείς το καταλάβαμεν και από το λαντρόβερ το οποίο ήτο διαφορετικό από τα δικά μας. Τότε, εγώ αγανάκτησα μέσα εις το χωράφι, διότι επεριμέναμεν πλέον από στιγμής εις στιγμήν να μας ρίξουν καμμιά ριπήν και να μας αφήσουν και τους δύο μέσα εις τα χωράφια, γι’ αυτό και αρχίσαμεν να παίρνουμεν τα όπλα μας τα οποία είχαμεν κάτω και τα οποία ήτο ένα μπρεν και ένα μαρτίνι. Εγώ πήρα το μπρεν και είπα του συντρόφου μου «Ρε θα τους παίξω και ό,τι βγει, να πάρουμε και το λαντρόβερ και να φύγουμεν». Αυτός όμως κατ’ αρχάς μου αρνήθηκεν αλλά εγώ, απάνω εις την αγανάκτηση μου, τα έπαιξα όλα για όλα. Και εκτός τούτου ο οδηγός του λαντρόβερ είχεν και έναν ρούχον άσπρον πάνω εις το μανίκι του, πράγμα που εγώ δεν ξαναείδα σε δικούς μας στρατιώτες.

Πήρα το μπρεν και όπως πιο πάνω το έστησα πάνω στα πόδια και ετοιμάστηκα να τους πυροβολήσω προτού μας πυροβολήσουν αυτοί κα πράγματι ήμουν σίγουρος ότι με μιάν ριπή θα τους έβαζα και τους έξι κάτω. Τότε όμως αμέσως είδα τον συνοδηγό του λαντρόβερ ο οποίος προφανώς θα ήτο αξιωματικός διότι εφαίνετο ηλικωμένος να μας κάνει νόημα με το χέρι να φύγουμεν και μαζί μ’ αυτόν να μας κάνουν όλοι νόημα για να φύγουμεν. Τότε εγώ αμέσως σήκωσα τα χέρια από το όπλο δείχνοντας τους ότι δεν έχω σκοπό να τους κάνω κακό και τους έκανα νόημα να φύγουν αυτοί πρώτοι διότι φοβήθηκα μήπως μόλις γυρίσουμεν πλάτη μας σκοτώσουν. Έτσι και έγινε ξεκίνησεν το λαντρόβερ και έφυγεν.

Αυτό όμως δεν ξέρω πού να το αποδώσω. Ίσως θέλανε να μας την χαρίσουνε, ίσως μας φοβήθηκαν, αλλά το πιο πιθανόν, υπολογίζω, ότι αυτός που ήτο συνοδηγός θα ήτο κανένας ανώτερος αξιωματικός και να μην ήθελεν να τα βάλει με δύο απελπισμένους και ξεγραμμένους, διότι οπωσδήποτε είμαστο επικίνδυνοι. Σηκωθήκαμεν και πάλιν οι δύο μας και όπως τους κατάδικους με τα όπλα απάνω εις τον ώμο (αυτή ήταν η τέχνη μας) συνεχίζαμεν να προχωρούμεν κουβεντιάζοντας. Μια δε από τις κουβέντες του συντρόφου μου ήτο κα η εξής «Ρε κουμπαρε λες και γυρίζομεν κινηματογραφική ταινία». Προχωρήσαμε το λοιπόν σέρνοντας τα πόδια μας και ψάχνοντας δια νερό διότι ακόμη λίγο και θα πεθαίναμεν της πείνας και της δίψας. Περπατήσαμεν κάπου δια 45 λεπτά οπόταν είδαμεν να έρχονται προς το μέρος μας μια φάλλαγα με κάπου καμμιά δεκαριάν λεωφορεία γεμάτα στρατιώτες, 2-3 τανκς και κάπου 15 λαντρόβερς. Νομίζω έρχονταν από την περιοχή του Σοπάζ διότι δεν καλοξέρω τους τόπους. Εμείς εβρισκόμαστε προς την μέσα μεριά δηλαδή προς τον δρόμο της Αμμοχώστου από τον χωματόδρομο που έρχοταν η φάλαγγα.

Τότε ο σύντροφος μου μου είπε: «Ρε είναι δικοί μας. Αποκλείεται που να ήρθαν οι Τούρκοι ως εδώ κάτω» όμως εγώ του απάντησα: «δεν πειράζει, τρέξε τουλάχιστο να περάσουμεν από την άλλη μεριά του χωματόδρομου διότι προηγουμένως τα ίδια είπαμε κα για το λαντρόβερ. Πάντως μεν φοάσαι τζαι άμαν εγλυτώσαμεν που τούτους απ’εδώ και μπρος δεν φοβόμαστε». Με εισάκουσεν και τρέξαμεν διασταυρώνοντας τον χωματόδρομον και επήγαμεν όχι περισσότερο από 100 μέτρα και επέσαμεν και οι δύο πάλιν ο ένας δίπλα στον άλλον μέσα εις το καμένον και ολόισιο χωράφι όπως και τα γειτονικά. Ήρθαν τα πρώτα λεωφορεία και τανκς και σταμάτησαν στην ευθεία μας, καθώς και λίγα λαντρόβερς, ενώ τα υπόλοιπα αναγκάστηκαν να σταματήσουν απάνω εις τον ανήφορον και έτσι αυτοί δεν μας έβλεπαν διότι υπήρχεν μπροστά έναν μικρόν ύψωμαν. Κατεβήκαμεν τότε και οι δύο κάτω και μας φώναξαν με την φράσιν «Ρε» εμείς όμως από το «ρε» δεν καταλάβαμεν αν ήτο Τούρκοι ή Έλληνες, ο σύντροφος μου όμως που επίστευε πως ήτο δικοί μας σηκώθηκεν απάνω και τους εφώναξε με την φράσιν «Έλα ρε» και τον εχαιρέτησεν.

Τότε όμως ακούσαμεν που κάποιος, προφανώς θα ήτο αξιωματικός, κάτι τους είπεν εις τα τουρκικά. Εμείς όμως τον ακούσαμεν διότι είμαστε πολύ κοντά και είπα του συντρόφου μου «ρε είναι Τούρκοι» αλλά ό,τι και να κάναμεν ήτο μάταιο. Οι δύο Τούρκοι που κατεβήκανε κάτω είχανε ήδη αρχίσει να μας κάνουν νόημα με το χέρι να πάμεν εκεί ενώ με το άλλο χέρι βαστούσανε τα όπλα και μας σημάδευαν. Κατ’ αρχάς, μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνουμεν, δοκιμάσαμεν κομπιάζοντας να σηκώσουμεν τα χέρια και τα οποία σηκώσαμε ως την μέσην. Εγώ όμως φοβήθηκα από εκτέλεσιν, γι’ αυτό και είπα στον σύντροφο μου: «Ρε εγώ θα γυρίσω πίσω να φύγω. Δεν εκατέβηκα από το βουνό ως εδώ κάτω για να παραδοθώ.
Θα τα παίξω όλα για όλα». Συμφώνησε κι’ αυτός μαζί μου. Γυρίσαμεν και οι δύο απότομα προς τα πίσω, ανοίξαμεν και αρχίσαμεν να τρέχουμεν. Οι δύο κατέβηκαν κάτω άρχισαν να μας πυροβολούν ενώ τα χωράφια ήτο ολόισια και δεν υπήρχεν το παραμικρόν για να καλυφτούμεν. Η πρώτη ριπή κάθισεν πίσω μου όχι περισσότερον από έναν πόδι και εσήκωσεν το χώμα το οποίο κάθισε απάνω στα πόδια μου.

Αυτή ήτο η στιγμή που είπα στον εαυτό μου «φτάνει εως εδώ ήτο η ζωή μου» και κατά τύχην γύρισα πάνω και είδα τον ήλιον ο οποίος έβλεπεν τι συνέβαινεν με απάθεια. Μετά την πρώτη ριπήν που κάθισεν πίσω μου ήτο επόμενον ότι η δεύτερη θα έγραφε το όνομα μου γι’ αυτό και αναγκάστηκα να πέσω κάτω και να κάνω βαρελάκια μέσα στο ίσιο χωράφι το οποίον ήθελε το κορμί μου για να το σκεπάζει. Και πάλιν άρχισαν να μας πυροβολούν με μεγαλύτερες ριπές, οι σφαίρες πέφτανε με το τσουβάλι, άλλες καθόντουσαν μπροστά μας και άλλες πίσω μας μπαίνοντας βαθιά στο χώμα και σηκώνοντας σκόνη. Ο θάνατος μας ήτο βέβαιος, πλην όμως χωρίς να φοβηθούμεν, διότι εγίναμεν όπως τα ρομπότ συνεχίζαμε να πηγαίνουμε βαρελάκια.

Οι δε Τούρκοι από τα λεωφορεία οι οποίοι μας είχαν σίγουρους δια να πέσωμεν απολάμβαναν το θέαμα σφυρίζοντας και φωνάζοντας. Εγώ τότε έφτασα στο αποκορύφωμα της αγανακτήσεως μου και ενώ πήγαινα βαρελάκια έτριξα τα δόντια μου και με έπιασε η επιθυμία να βαστούσα ένα όπλο πολύ δυνατό και να γύριζα πίσω και να τους καθάριζα εως τον ένα για να τους δείξω εγώ σε ποιους σφυρίζουν και γιουχαΐζουν.

Αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα ήτο άλλη, διότι οι σφαίρες των δύο εκτελεστών συνέχιζαν να μας αγγίζουν τα αυτιά και να πετούν στο χώμα πάνω στα ξεγραμμένα βασανισμένα μας κορμιά. Ενώ προχωρούσαμε βρήκαμεν μπροστά μας ένα περιφραγμένο μέρος που υπήρχαν μέσα παλιοσίδερα και παλιά αυτοκίνητα γι’ αυτό και ο ένας επήγαινεν από την μια μεριά και ό άλλος από την άλλην. Ξάφνου ενώ τρέχαμεν είδα τον σύντροφο μου να πέφτει ανάσκελα κάτω και σκέφτηκα ότι σκοτώθηκε και τώρα είναι και μέναν η σειρά μου. Αλλά ενώ εγώ ακόμη συνέχιζα να προχωρώ πότε με βαρελάκια και πότε τρέχοντας τον είδα να ξανασηκώνεται και να τρέχει και πάλιν. Οι Τούρκοι όταν είδαν ότι απομακρυνθήκαμε αρκετά και είμαστε ακόμη ζωντανοί τότε έπαψαν πλέον να σφυρίζουν και να γιουχαΐζουν διότι ήτο μεγάλη προσβολή να φύγουμεν κάτω από τις κάννες των όπλων τους, γι’ αυτό και όσοι μπορούσαν έβγαλαν τα όπλα τους από τα παράθυρα των λεωφορείων και άρχισαν να μας βάζουν με μίσος το οποίον εφανέρωναν οι σφαίρες τους οι οποίες δεν αστοχούσαν και πολύ.

Τότε εμείς αρχίσαμεν να παίρνουμεν περισσότερες στροφές εις τα βαρελάκια μας παρ’ ολον που την στιγμήν εκείνη έχασα κάθε ελπίδα και η μόνη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου ήτο το που θα έτρωγα την σφαίρα, πάνω εις το κεφάλι και να μου πετάξει τα μυαλά στον αέρα ή πάνω εις την πλάτη και να με κάψει και θυμήθηκα τους νεκρούς που είδα κατά τις μάχες και φαντάστηκα και τον εαυτόν μου εις την ίδιαν θέσιν. Πλην όμως την προσπάθεια διάσωσης δεν την εγκαταλείπαμεν. Εν τέλει απομακρυνθήκαμεν ακρετά και βρήκαμεν επιτέλους έναν μικρόν εξόγκωμαν του χωραφιού στο οποίον κυλίσαμε και οι δύο μας και δεν μας έπιαναν οι σφαίρες και ήλθεν ο ένας επιτέλους κοντά στον άλλον.
Ξαπλώσαμε και οι δύο πίσω από αυτόν χωρίς να μπορούμεν να κάνουμε ούτε βήμαν πλέον μπροστά διότι γίναμεν και οι δύο πτώματα. Ξαπλώσαμεν και οι δυο μας εκεί περιμένοντας την τύχη μας διότι φοβόμαστεν μήπως στείλουν κανένα λαντρόβερ προς τα απάνω μας διότι άπαξ και έστελναν λαντρόβερ τότε όλες οι προηγούμενες προσπάθειες μας θα πήγαιναν χαμένες και θα μας σκότωναν, διότι το μπρεν το είχαμεν αφήσει και βαστούσαμεν μόνον έναν μαρτίνι με καμία εικοσαριά σφαίρες.

Πλην όμως και λαντρόβερ να έστελναν το ξεγραμμένο τομάρι μας θα το πλήρωναν έστω και με το μαρτίνι. Ενώ καθόμαστε εκεί άνοιξα το υποκάμισο μου και είδα το τίμιο ξύλο μου, το έσκυψα και φίλησα και είπα του συντρόφου μου «έτο ρε τι μας εγλύτωσε διότι κοντά στη λογική δεν στέκει να φύγουμε ζωντανοί από κάτω από τις κάννες των Τουρκικών όπλων». Και αυτός μου έσκυψεν το κεφάλι νεύοντας μου καταφατικά. Ευτυχώς όμως αυτό που φοβόμαστε δεν συνέβη και δεν μας είχαν στείλει λαντροβερ για να μας εκτελέσει.

Τον ρώτησα επίσης γιατί έπεσεν ενώ έτρεχεν και μου είπεν ότι έπεσεν για να κάνει τον νεκρό αλλά οι Τούρκοι συνέχιζαν να του βάλλουν και έτσι αναγκάστηκεν να ξανασηκωστεί. Εκεί καθίσαμε κάπου δέκα λεπτά και πάλιν σηκωθήκαμεν βάλαμε το μαρτίνι εις τον ώμο και αρχίσαμεν να προχωρούμεν με απάθεια λες και είμαστε ρομπότ παρόλο που η Τουρκική φάλαγγα μας έβλεπεν ακόμη. Οι Τούρκοι μόλις μας είδαν να πηγαίνουμεν και με τον χαβά μας άρχισαν να μας βάλλουν και πάλιν αλλά είμαστε πλέον μακριά και δεν τους εφοβόμαστε. Παρ’όλα αυτά όμως πέσαμεν κάτω για λίγα λεπτά ώσπου ξανασηκωθήκαμεν και συνεχίζαμεν τον δρόμον μας. Πλην όμως, αυτήν την φορά, δεν ετόλμησα να πω του συντρόφου μου ότι εγλυτώσαμε διότι μέχρι στιγμής αυτήν την κουβέντα του την είπα τέσσερις φορές και συνέχεια. Πηγαίναμεν από το κακό στο χειρότερο.

Προχωρήσαμεν αρκετήν απόσταση ωστόσο πήγαμεν και μπήκαμεν μέσα σε μιαν απομονωμένην εγκαταλειμμένη μάνδραν. Απ’ εκεί είδαμε ότι τελείως κοντά μας σε απόσταση κάπου 200 μέτρα ότι υπήρχεν μια μεγάλη σειρά από τανκς και πυροβόλα τα οποία εκαταλάβαμεν ότι ήτο τουρκικά. Εμείς την στιγμήν εκείνην αδιαφορήσαμεν διότι το πρόβλημα μας πλέον ήτο η πείνα και η δίψα. Εκεί ο σύντροφος μου μου είπε: « Ρε, να πάω να κοιτάξω αν έβρω τίποτα να φάμεν» τότε εγώ του είπα: «Ρε πελλέ, τι θα έβρεις δαμέσα να φάμεν. Εν θωρείς ότι εν εσιει τίποτα;» και εκείνος μου είπεν «όταν πιάσω καμμιά σαύρα δεν τρώεις;» και εγώ του είπα με ικανοποίηση «Ε καλό εν τρώω;» Κοίταξεν αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς δεν βρήκε. Μόνον ακριβώς εις την είσοδο της μάνδρας είδαμεν μιαν σαύρα.

Εκείνη μόλις μας είδεν λες και κατάλαβε τις εχθρικές διαθέσεις μας άρχισεν να τρέχει. Την τρέξαμε για λίγο από πίσω αλλά και αυτή έτρεχεν προς τα τούρκικα τάνκς και έτσι αναγκαστήκαμεν να εγκαταλείψουμεν τις προσπάθειες μας. Ακριβώς δίπλα από την μάνδρα κατά καλή μας τύχη βρήκαμεν ένα πηγάδι. Πλην όμως και αυτό δεν είχεν κουβά. Ήτο όμως γεμάτη η βούρνα του της οποίας το νερό ήτο τόσο βρώμικο και υπήρχαν μέσα εις αυτό σαύρες ψοφισμένες. Με το χέρι τις σπρώξαμε προς την μια μεριά της βούρνας και αρχίσαμεν να πίνουμε το νερό με πάθος, σηκωνόμαστε για λίγο και πάλι ξανασκύβαμε.

Πρέπει να ομολογήσω ότι ήτο το πιο βρωμερό νερό που είδα ποτέ μου αλλά και το πιο γλυκύ που ήπια ποτέ στη ζωή και ούτε θα ξαναπιώ έτσι νερό γλυκύ. Αφού ήπιαμεν νερό καθίσαμεν μέσα εις την μάνδρα περίπου μισή ώρα και σκεφτόμαστε τι θα κάναμεν για να περάσουμε τα τάνκς. Κατ’ αρχάς σκεφτήκαμεν να μείνουμε και να φύγουμεν νύχταν αλλά έπειτα αλλάξαμεν γνώμη διότι εφοβόμαστε μήπως μας βρουν εκεί μέσα οι Τούρκοι και, δεύτερον, εξαντληθήκαμεν εντελώς και αρχίσαμεν ήδη να ζαλιζόμαστε από την πείνα. Γι’ αυτόν αποφασίσαμε να φύγουμεν εκείνην ακριβώς στην στιγμή. Είδαμεν τα τανκς και επροσέξαμεν ότι εις έναν μέρος ήτο κάπως αραιά, παρόλον που υπήρχεν εκεί έδαφος εις το μέσον, όπου μπορούσε να υπήρχε εκεί τανκ και να μην φαινόταν. Αλλά δεν είχαμε άλλην εκλογήν γι’ αυτό και αποφασίσαμεν να περάσουμεν απ’ εκεί.

Σηκωθήκαμε λοιπόν, βάλαμε το μαρτίνι μας εις τον ώμον,διότι τα χωράφια ολόισια και δεν υπήρχε ούτε το παραμικρόν για να μπορέσει να μας κρύψει κατά τη διάβαση μας. Βγήκαμεν από την μάνδρα και προχωρήσαμε προς τα αριστερά της μάνδρα για να περάσουμεν απ΄ εκεί που θέλαμεν. Έτσι και έγινεν. Όταν φθάσαμε στην γραμμήν την οποία θέλαμεν για να ακολουθήσουμεν να περάσουμε τα τάνκς αρχίσαμε να προχωρούμεν κατ’ευθείαν να περάσουμε από την μέση τους. Προχωρούσαμεν συνέχεια χωρίς να βλέπομεν την παραμικράν κίνηση από τα τανκς.

Όταν φθάσαμεν εις την μέσην ακριβώς των τανκς ένας Τούρκος ήτο δίπλα από ένα τανκ και κρατούσε κάτι σαν κουβέρτα την οποία τίναξε. Μόλις μας είδεν άφησε την κουβέρτα να πέσει στα πόδια του, έβαλε τα χέρια στην μέση και έμεινε και μας έβλεπε. Εμείς όμως χαβά μας ούτε πως συνέβαινε τίποτα, προχωρούσαμε όρθιοι και μάλιστα με το όπλο στον ώμο αλλά συνέχεια τον βλέπαμε με όσην γωνιάν μπορούσεν να κάνει το μάτι μας. Και συνεχίζοντας έτσι περάσαμεν τα τανκς χωρίς να μας πει το παραμικρόν και δείχνοντας αδιαφορία. Αφού προχωρήσαμεν αρκετά είδαμε δυο βοσκούς. Μόλις μας είδανε ο ένας έφυγε. Εγώ τότε είπα του συντρόφου μου να τους αποφύγουμεν αλλά αυτός δεν με άκουσεν και μου είπεν ότι θα πάει κοντά του διότι θα πεθάνει της πείνας και ότι θέλει ας γίνει.
Τότε του είπα να πάει και έμεινα εγώ με το μαρτίνι πίσω έχοντας τον βοσκό που ήτο πάνω εις το γαϊδούρι μες εις το σημάδι. Πράγματι εξακριβώσαμε όμως πως ήτο δικός μας και μας έδωσε ένα καρπούζι και το φάγαμε διότι τίποτα άλλο δεν πήγαινε κάτω, μας άναψε και ένα τσιγάρο και των ρωτήσαμεν αν οι Τούρκοι επιάσαν και το Γέρι. Αλλ’ αυτός μας είπεν πως δεν ήξερε και ότι είναι από την Αγλαντζιά που ήρθε. Εγώ τότε θύμωσα για την απάντηση του διότι έβοσκε τα γίδια του σε εκείνη την περιοχή χωρίς να ξέρει που είναι οι Τούρκοι.

Τον αφήσαμε και φύγαμεν με κατεύθυνση το Γέρι. Περάσαμε τον δρόμο της Σκάλας και μπήκαμεν στο χωριό περνώντας και από τις θέσεις τους δικούς μας που ούτε και αυτοί μας πήρανε είδηση αλλά αυτοί εδικαιολογούντο κάπως. Μπήκαμεν στο χωριό σωστά ράκη όπου είδαμεν ορισμένους κατοίκους του χωριού και βεβαιωθήκαμεν ότι είμαστε σε ελληνική περιοχή. Τότε επήρα και εγώ το θάρρος και είπα του συντρόφου μου «μην φοβάσαι ρε και εγλυτώσαμεν».

Λέγοντας του τα λόγια αυτά σμίξαμεν και οι δυο και φιληθήκαμε δακρυσμένοι από την συγκίνησιν και προχωρήσαμε δια να πάμεν σπίτι μου καθ’ οδόν εγώ τσιμπούσα το χέρι μου και χτυπούσα το κεφάλι μου μήπως και ήτο όνειρο και ήτο τόσον φρικιαστικόν. Αλλά όχι δεν ήτο όνειρο ήτο η πραγματικότητα. Πήγαμεν στο σπίτι μου ως την πόρτα για να μπούμεν μέσα, κλώτσησα την πόρτα και είδα την μάναν μου με σκυφτό κεφάλι να κλαίει το γιό της.

Έχω όμως το καθήκον να γράφω ότι εγώ και ο σύντροφος μου εντελώς παράλογα ζήσαμεν διότι κατά τη λογική δεν έστεκεν να βγούμεν ζωντανοί γι’ αυτό και μονον εις το τίμιον ξύλο που είχα απάνω μου μπορώ να το αποδώσω και εις τον Θεόν. Μέχρι στιγμής παραπονιούμουν πως ήμουν άτυχος διότι ποτέ μου δεν κέρδισα το παραμικρό αλλά, να τώρα που η τύχη μου έδωσε το μεγαλύτερο λαχείο, την ζωή μου.

Πηγή: mignatiou.com